δυσαντίβλεπτος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysantivleptos | |Transliteration C=dysantivleptos | ||
|Beta Code=dusanti/bleptos | |Beta Code=dusanti/bleptos | ||
|Definition= | |Definition=δυσαντίβλεπτον, [[hard to look in the face]], Plu.''Marc.''23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.''ND''20; [[hard to face]], ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. ''in Metaph.''178.30; [[hard to vie with]], Philostr. Jun.''Im.Praef.''; ὠφέλεια Agathin. ap. Orib.10.7.6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de mirar cara a cara]] τὸ ἐν τοῖς ὅπλοις ἀνυπόστατον ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ περιπορφύρῳ ... ἡγοῦντο ... δυσαντίβλεπτον Plu.<i>Marc</i>.23<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. δ. στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων de las fieras, Corn.<i>ND</i> 20<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de afrontar]] [[ἀπορία]] Syrian.<i>in Metaph</i>.178.30.<br /><b class="num">2</b> [[con lo que es difícil competir]], [[difícil de igualar]] τὸ μέγεθος τῆς ... ὠφελείας Agathin. en Orib.10.7.6, cf. Plu.2.530e, τὸ πρεσβύτερον ref. al arte antiguo, Philostr.Iun.<i>Im</i>.proem.1. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben [[φοβερός]] Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on n'ose regarder en face]], [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἀντιβλέπω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσαντίβλεπτος:''' [[страшный на вид]] (φοβερὸς καὶ δ. Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσαντίβλεπτος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἴδῃ τις κατὰ [[πρόσωπον]], Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσαντίβλεπτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να κοιτάξει [[κατάματα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσαντίβλεπτος:''' -ον ([[ἀντιβλέπω]]), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει [[κάποιος]] κατά [[πρόσωπο]], [[φρικιαστικός]], [[αποτρόπαιος]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]αντίβλεπτος, ον <i>adj</i> [[ἀντιβλέπω]]<br />[[hard]] to [[look]] in the [[face]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσαντίβλεπτον, hard to look in the face, Plu.Marc.23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.ND20; hard to face, ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. in Metaph.178.30; hard to vie with, Philostr. Jun.Im.Praef.; ὠφέλεια Agathin. ap. Orib.10.7.6.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de mirar cara a cara τὸ ἐν τοῖς ὅπλοις ἀνυπόστατον ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ περιπορφύρῳ ... ἡγοῦντο ... δυσαντίβλεπτον Plu.Marc.23
•neutr. como adv. δ. στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων de las fieras, Corn.ND 20
•fig. difícil de afrontar ἀπορία Syrian.in Metaph.178.30.
2 con lo que es difícil competir, difícil de igualar τὸ μέγεθος τῆς ... ὠφελείας Agathin. en Orib.10.7.6, cf. Plu.2.530e, τὸ πρεσβύτερον ref. al arte antiguo, Philostr.Iun.Im.proem.1.
German (Pape)
[Seite 676] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben φοβερός Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on n'ose regarder en face, terrible.
Étymologie: δυσ-, ἀντιβλέπω.
Russian (Dvoretsky)
δυσαντίβλεπτος: страшный на вид (φοβερὸς καὶ δ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαντίβλεπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ ἴδῃ τις κατὰ πρόσωπον, Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον εἶναι νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861.
Greek Monolingual
δυσαντίβλεπτος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κοιτάξει κατάματα.
Greek Monotonic
δυσαντίβλεπτος: -ον (ἀντιβλέπω), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει κάποιος κατά πρόσωπο, φρικιαστικός, αποτρόπαιος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-αντίβλεπτος, ον adj ἀντιβλέπω
hard to look in the face, Plut.