ἐκμελής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekmelis
|Transliteration C=ekmelis
|Beta Code=e)kmelh/s
|Beta Code=e)kmelh/s
|Definition=ές, ([[μέλος]])<br><span class="bld">A</span> [[out of tune]], [[dissonant]], Ph.1.375, al., Ti.Locr. 101b, Plu.Demetr.1; [[unbridled]], [[φιλοτιμία]] Id.Lys.23; of persons, Just.Nov.136.6. Adv. [[ἐκμελῶς]] Poll.4.57.
|Definition=ἐκμελές, ([[μέλος]])<br><span class="bld">A</span> [[out of tune]], [[dissonant]], Ph.1.375, al., Ti.Locr. 101b, Plu.Demetr.1; [[unbridled]], [[φιλοτιμία]] Id.Lys.23; of persons, Just.Nov.136.6. Adv. [[ἐκμελῶς]] Poll.4.57.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμελής Medium diacritics: ἐκμελής Low diacritics: εκμελής Capitals: ΕΚΜΕΛΗΣ
Transliteration A: ekmelḗs Transliteration B: ekmelēs Transliteration C: ekmelis Beta Code: e)kmelh/s

English (LSJ)

ἐκμελές, (μέλος)
A out of tune, dissonant, Ph.1.375, al., Ti.Locr. 101b, Plu.Demetr.1; unbridled, φιλοτιμία Id.Lys.23; of persons, Just.Nov.136.6. Adv. ἐκμελῶς Poll.4.57.

Spanish (DGE)

-ές
mús.
1 no musical, disonante, que desafina φωνή Thphr.Fr.89.13, καταπύκνωσις Aristox.Harm.47.15, μουσικῆς ὄργανον ἐκμελές Ph.1.375, Θρᾴτταις δὲ γυναιξὶ ἐκμελὴς δόξεις a las mujeres tracias parecerá que desafinas de Orfeo, Philostr.Iun.Im.6.3, cf. Poll.4.57
de la palabra malsonante, disonante ποίημα Ph.1.552, εὐχή Aristid.Or.26.197, cf. Gr.Nyss.Eun.1.54
subst. τὸ ἐ. la discordancia καὶ γὰρ ἰατρικῇ τὸ νοσερὸν καὶ ἁρμονικῇ τὸ ἐ. Plu.Demetr.1
fig. del aspecto físico falto de armonía, deforme, desencajado ἡ δὲ ἐ. τοῦ προσώπου ἔκλυσις ref. a la mueca producida por un tipo de risa, Clem.Al.Paed.2.5.46.
2 adv. ἐκμελῶς en forma disonante, desafinada κἂν ... ὁ κιθαρῳδὸς ἐ. ᾄδῃ D.Chr.32.46, τινα φωνὴν οὐκ ἐ. ἀφιέναι Plot.4.3.12, cf. Poll.4.57
de palabras en forma malsonante (ἐ.) ἐλέγοντο Olymp.Iob 191.4
fig. ἐ. ἔχειν estar en disonancia, estar en desacuerdo παρὰ τὴν τῶν ὄντων αἰτίαν ἐ. ἔχει Aristid.Quint.108.1.
• Etimología: Cf. μέλος.
-ές
despreocupado, descuidado, desordenado φιλοτιμία Plu.Lys.23, βίος D.Chr.68.7, γνώμη X.Ep.2, cf. Iust.Nou.136.6.
• Etimología: Cf. μέλω.

German (Pape)

[Seite 769] ές, mißtönend, unharmonisch; καὶ ἀνάρμοστος Tim. Locr. 101 b; Plut. u. A.; im Gegensatz von ἐμμελής auch = übertrieben, φιλοτιμία Plut. Lys. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dissonant ; fig. déplacé, peu convenable.
Étymologie: ἐκ, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμελής:
1 неблагозвучный, нестройный (ἐ. τε καὶ ἀνάρμοστος Plat.);
2 несообразный, неумеренный (φιλοτιμία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμελής: -ές, (μέλος) ἔξω τοῦ μέλους, παράφωνος, κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. πλημμελής), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, ἀνάγωγος, ἀχαλίνωτος, Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ἐκμελής· ἀνάρμοστος, ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.

Greek Monolingual

ἐκμελής, -ές (AM)
μσν.
αμελής, χαλαρός
αρχ.
1. άρρυθμος, παράφωνος
2. αντιπαθητικός
3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, αχαλίνωτος
4. απρεπής, ανάρμοστος.

Greek Monotonic

ἐκμελής: -ές (μέλος), αυτός που είναι εκτός τόνου, παράφωνος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐκ-μελής, ές μέλος
out of tune, dissonant, Plut.