θαμβός: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thamvos | |Transliteration C=thamvos | ||
|Beta Code=qambo/s | |Beta Code=qambo/s | ||
|Definition= | |Definition=θαμβή, θαμβόν, [[astonished]], Eust.906.53. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1185.png Seite 1185]] erstaunt, Eust. 906, 53. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1185.png Seite 1185]] erstaunt, Eust. 906, 53. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θαμβός''': ὁ, ἐκπεπληγμένος, Εὐστάθ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[θαμβός]], -ή, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[θαμπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θαμβός]] μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από [[έκπληξη]]» <span style="color: red;"><</span> [[θάμβος]] «[[έκπληξη]], [[θαυμασμός]]». Όμως με το ουσ. [[θάμβος]] δηλώνεται και η [[συσκότιση]] της οράσεως από άπλετο φως, από την οποία προήλθε η νεοελλ. σημ. του [[θαμβός]] - [[θαμπός]] «αυτός που δεν διακρίνεται [[καθαρά]]», άρα «ο μη [[διαυγής]], ο [[θολός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[θαμπαίνω]], [[θαμπιά]], [[θαμπίζω]], [[θαμπουλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[θαμποκοπώ]], [[θαμποφαίνεται]], [[θαμποφεγγοβολώ]], [[θαμποφέγγω]], [[θαμποχαράζω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
θαμβή, θαμβόν, astonished, Eust.906.53.
German (Pape)
[Seite 1185] erstaunt, Eust. 906, 53.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβός: ὁ, ἐκπεπληγμένος, Εὐστάθ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ θαμβός, -ή, -όν)
βλ. θαμπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση της οράσεως από άπλετο φως, από την οποία προήλθε η νεοελλ. σημ. του θαμβός - θαμπός «αυτός που δεν διακρίνεται καθαρά», άρα «ο μη διαυγής, ο θολός».
ΠΑΡ. νεοελλ. θαμπαίνω, θαμπιά, θαμπίζω, θαμπουλίζω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. θαμποκοπώ, θαμποφαίνεται, θαμποφεγγοβολώ, θαμποφέγγω, θαμποχαράζω].