κίβδος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1436.png Seite 1436]] ἡ, bei Poll. 7, 99 = [[κιβδηλίς]], Schlacke.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1436.png Seite 1436]] ἡ, bei Poll. 7, 99 = [[κιβδηλίς]], Schlacke.
}}
{{bailly
|btext=[[scorie]], [[déchet de métal]].<br />'''Étymologie:''' DELG expr. techn. relative aux mines, étym. obscure.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίβδος]], ὁ, πιθ. και [[κίβδη]], ἡ (Α)<br />[[σκουριά]] ή [[κράμα]] μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο [[χρυσός]] («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έγινε [[προσπάθεια]] συνδέσεως του με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κίβον</i><br />ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν σημασιολογικά παράλληλα σε πολλές ΙΕ γλώσσες. Στη Γαλλική <i>pierre sourde</i> «κουφή [[πέτρα]]» σημαίνει στη [[χρυσοχοΐα]] «[[πέτρα]] [[χωρίς]] ανταύγειες». Στη Γερμανική το επίθ. <i>taub</i> «[[κουφός]]» και στη Σλοβενική το αντίστοιχο <i>gluh</i> χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν το [[ορυκτό]] που δεν περιέχει [[μέταλλο]]. Η κατάλ. -<i>δος</i>, εξάλλου, θυμίζει τα [[μόλυβδος]], [[λύγδος]] «[[λευκό]] [[μάρμαρο]]». Εντούτοις, δεν αποκλείεται και η σημιτική [[προέλευση]] της λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίβδηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίβδης]], [[κίβδων]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κίβδος:''' ὁ, [[νόθευση]], [[σκωρία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κίβδος]], ὁ,<br />[[dross]], [[alloy]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, bei Poll. 7, 99 = κιβδηλίς, Schlacke.

French (Bailly abrégé)

scorie, déchet de métal.
Étymologie: DELG expr. techn. relative aux mines, étym. obscure.

Greek Monolingual

κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α)
σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον
ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν σημασιολογικά παράλληλα σε πολλές ΙΕ γλώσσες. Στη Γαλλική pierre sourde «κουφή πέτρα» σημαίνει στη χρυσοχοΐα «πέτρα χωρίς ανταύγειες». Στη Γερμανική το επίθ. taub «κουφός» και στη Σλοβενική το αντίστοιχο gluh χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν το ορυκτό που δεν περιέχει μέταλλο. Η κατάλ. -δος, εξάλλου, θυμίζει τα μόλυβδος, λύγδος «λευκό μάρμαρο». Εντούτοις, δεν αποκλείεται και η σημιτική προέλευση της λ.
ΠΑΡ. κίβδηλος
αρχ.
κίβδης, κίβδων].

Greek Monotonic

κίβδος: ὁ, νόθευση, σκωρία.

Middle Liddell

κίβδος, ὁ,
dross, alloy.