τελετουργία: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(a) |
(41) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] ἡ, Weihe, Einweihung, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] ἡ, Weihe, Einweihung, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τελετουργία''': ἡ, τέλεσις, [[καθιέρωσις]], Διον. Ἀρεοπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[τελετουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> η σύμφωνα με την εκκλησιαστική [[τάξη]] [[διεξαγωγή]] τών ιερών εκκλησιαστικών ακολουθιών ή τελετών, αλλ. [[ιερουργία]], [[ιεροτελεστία]], [[ιεροπραξία]]<br /><b>2.</b> (κοινων.-ανθρωπολ.) ιδιωτική ή [[δημόσια]] μαγική [[πράξη]] ή [[τελετή]] με επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα που έχει ως σκοπό τον προσανατολισμό μιας αποκρυφιστικής δύναμης [[προς]] μια καθορισμένη [[ενέργεια]] και που διαφέρει από την [[τελετή]] [[γιατί]] έχει [[συνήθως]] και [[κατά]] πολύ έντονο τρόπο μαγικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, [[καθώς]] και ως [[προς]] το ότι η τελευταία έχει αποκλειστικά [[δημόσιο]] χαρακτήρα<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> η [[τυποποίηση]] μιας συμπεριφοράς ενός οργανισμού με συναισθηματικό [[κίνητρο]], όπως [[είναι]] λ.χ. οι δραστηριότητες της σύζευξης<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διεξαγωγή]] [[τελετής]], [[μυσταγωγία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:53, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1086] ἡ, Weihe, Einweihung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελετουργία: ἡ, τέλεσις, καθιέρωσις, Διον. Ἀρεοπ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ τελετουργός
νεοελλ.
1. εκκλ. η σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη διεξαγωγή τών ιερών εκκλησιαστικών ακολουθιών ή τελετών, αλλ. ιερουργία, ιεροτελεστία, ιεροπραξία
2. (κοινων.-ανθρωπολ.) ιδιωτική ή δημόσια μαγική πράξη ή τελετή με επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα που έχει ως σκοπό τον προσανατολισμό μιας αποκρυφιστικής δύναμης προς μια καθορισμένη ενέργεια και που διαφέρει από την τελετή γιατί έχει συνήθως και κατά πολύ έντονο τρόπο μαγικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς και ως προς το ότι η τελευταία έχει αποκλειστικά δημόσιο χαρακτήρα
3. βιολ. η τυποποίηση μιας συμπεριφοράς ενός οργανισμού με συναισθηματικό κίνητρο, όπως είναι λ.χ. οι δραστηριότητες της σύζευξης
αρχ.
η διεξαγωγή τελετής, μυσταγωγία.