δυσγοήτευτος: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysgoiteftos | |Transliteration C=dysgoiteftos | ||
|Beta Code=dusgoh/teutos | |Beta Code=dusgoh/teutos | ||
|Definition= | |Definition=δυσγοήτευτον, [[hard to seduce by enchantments]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 413e. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσγοήτευτον, hard to seduce by enchantments, Pl.R. 413e.
Spanish (DGE)
-ον de pers. que no se deja seducir Pl.R.413e.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à tromper par du charlatanisme.
Étymologie: δυσ-, γοητεύω.
Russian (Dvoretsky)
δυσγοήτευτος: не позволяющий себя морочить, не поддающийся обману Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δυσγοήτευτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.
Greek Monolingual
δυσγοήτευτος, -ον (Α)
αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.
Greek Monotonic
δυσγοήτευτος: -ον (γοητεύω), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από μαγεία, αυτός που δεν υπόκειται σε γοητεία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δυσ-γοήτευτος, ον γοητεύω
hard to seduce by enchantments, Plat.