μολύβδινος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=molyvdinos
|Transliteration C=molyvdinos
|Beta Code=molu/bdinos
|Beta Code=molu/bdinos
|Definition=η, ον, [[leaden]], [[of lead]], <span class="bibl">Cratin.318</span>, <span class="bibl">Eup.171</span>; <b class="b3">μ. ἴχνος</b> [[leaden]] sole, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>62</span> (prob. l.); [[ὑποδημάτιον]] ibid.; <b class="b3">μ. κανών</b>, of a flexible architectural instrument, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1137b30</span>; μ. σηκώματα <span class="bibl">Plb. 8.5.9</span>; μ. κεραμίδες Moschio ap.<span class="bibl">Ath.5.207b</span>; πῖλος Gal.19.701.
|Definition=η, ον, [[leaden]], [[of lead]], Cratin.318, Eup.171; <b class="b3">μ. ἴχνος</b> [[leaden]] sole, Hp.''Art.''62 (prob. l.); [[ὑποδημάτιον]] ibid.; <b class="b3">μ. κανών</b>, of a flexible architectural instrument, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1137b30; μ. σηκώματα Plb. 8.5.9; μ. κεραμίδες Moschio ap.Ath.5.207b; πῖλος Gal.19.701.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολύβδῐνος Medium diacritics: μολύβδινος Low diacritics: μολύβδινος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΙΝΟΣ
Transliteration A: molýbdinos Transliteration B: molybdinos Transliteration C: molyvdinos Beta Code: molu/bdinos

English (LSJ)

η, ον, leaden, of lead, Cratin.318, Eup.171; μ. ἴχνος leaden sole, Hp.Art.62 (prob. l.); ὑποδημάτιον ibid.; μ. κανών, of a flexible architectural instrument, Arist.EN1137b30; μ. σηκώματα Plb. 8.5.9; μ. κεραμίδες Moschio ap.Ath.5.207b; πῖλος Gal.19.701.

German (Pape)

[Seite 200] bleiern; σηκώματα, Pol. 8, 7, 9; κανών, Bleiloth, Arist. Eth. 5, 10 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλυβδος.

Russian (Dvoretsky)

μολύβδῐνος: (слова на μολυβδ- имеют v.l. μολιβδ-) свинцовый (σηκώματα Polyb.; κανών Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μολύβδου, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 78· μ. ἴχνος, πέλμα ἐκ μολ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ὑποδημάτιον αὐτόθι 888· ὁ μ. κανών, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 5. 10, 7, ἦτο πιθ. κανών τις ἐκ μολύβδου εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ σχηματισθῇ κατὰ τὰς καμπὰς τοῦ κύματος ἐν τῇ ἀρχιτεκτον. (ἴδε κῦμα Ι. 2).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μολύβδινος, -ίνη, -ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, -ίνη, -ον, Μ και μολίβινος, -ίνη, -ον) μόλυβδος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.)
νεοελλ.
φρ. «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»
(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.

Greek Monotonic

μολύβδῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολύβδινος κανών, εύκαμπτος χάρακας που θα μπορούσε, αλλάζοντας σχήμα, να λάβει τη μορφή καμπύλης γραμμής, σε Αριστ.

Middle Liddell

μολύβδῐνος, η, ον
leaden, of lead, μ. κανών, a flexible rule that could be moulded to curves, Arist.