μελίτωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melitoma | |Transliteration C=melitoma | ||
|Beta Code=meli/twma | |Beta Code=meli/twma | ||
|Definition=ατος, τό, [[honey-cake]], | |Definition=-ατος, τό, [[honey-cake]], Batr.39, Philet. ap. Ath. 14.646d, Archig. ap. Orib.8.1.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, honey-cake, Batr.39, Philet. ap. Ath. 14.646d, Archig. ap. Orib.8.1.7.
German (Pape)
[Seite 125] τό, Honiggebäck, Batrach. 39; Philet. bei Ath. XIV, 646 c wird es πεπεμμένα erkl.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gâteau au miel.
Étymologie: μελιτόω.
Russian (Dvoretsky)
μελίτωμα: ατος (ῐ) τό медовое печенье Batr.
Greek (Liddell-Scott)
μελίτωμα: τό, πέμμα, πλακοῦς μετὰ μέλιτος, Βατραχομυομ. 39, Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 646D.
Greek Monolingual
το (Α μελίτωμα) μελιτώ
νεοελλ.
(φαρμ.) σιρόπι το οποίο περιέχει μέλι
αρχ.
πίτα που περιέχει μέλι, μελόπιτα.
Greek Monotonic
μελίτωμα: -ατος, τό (μελιτόομαι), πίτα ζυμωμένη με μέλι, σε Βατραχομ.
Middle Liddell
μελίτωμα, ατος, τό, μελιτόομαι
a honey-cake, Batr.