πολύτρητος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytritos
|Transliteration C=polytritos
|Beta Code=polu/trhtos
|Beta Code=polu/trhtos
|Definition=poet. [[πουλύτρητος]], ον, [[much-pierced]], [[full of holes]], [[porous]], σπόγγοι <span class="bibl">Od.1.111</span>, <span class="bibl">22.439</span>; φῷδες <span class="bibl">Cratin.213</span>; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, [[λωτοί]], [[δόνακες]], <span class="title">AP</span>9.266 (Antip.), 505.5; [[ἠθμός]] ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.<span class="bibl">9.363.15</span> (Mel.); σίμβλοι Luc.<span class="title">Epigr.</span>12; of the lungs, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.10</span>; τὸ π. τῆς χώρας <span class="bibl">Str. 12.8.16</span>.
|Definition=poet. [[πουλύτρητος]], ον, [[much-pierced]], [[full of holes]], [[porous]], σπόγγοι Od.1.111, 22.439; φῷδες Cratin.213; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, [[λωτοί]], [[δόνακες]], ''AP''9.266 (Antip.), 505.5; [[ἠθμός]] ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.9.363.15 (Mel.); σίμβλοι Luc.''Epigr.''12; of the lungs, Aret.''SD''1.10; τὸ π. τῆς χώρας Str. 12.8.16.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτρητος Medium diacritics: πολύτρητος Low diacritics: πολύτρητος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: polýtrētos Transliteration B: polytrētos Transliteration C: polytritos Beta Code: polu/trhtos

English (LSJ)

poet. πουλύτρητος, ον, much-pierced, full of holes, porous, σπόγγοι Od.1.111, 22.439; φῷδες Cratin.213; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, λωτοί, δόνακες, AP9.266 (Antip.), 505.5; ἠθμός ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.9.363.15 (Mel.); σίμβλοι Luc.Epigr.12; of the lungs, Aret.SD1.10; τὸ π. τῆς χώρας Str. 12.8.16.

German (Pape)

[Seite 675] viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern, Od. 1, 111. 22, 439. 453; λωτοί, Antp. Th. 29 (IX, 266), wie αὐλοί Maneth. 2, 334; δόνακες, Ep. (IX, 505).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux trous.
Étymologie: πολύς, τιτραίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύτρητος -ον [πολύς, τιτραίνω] met veel gaten.

Russian (Dvoretsky)

πολύτρητος:
1 губчатый, ноздреватый, скважистый (σπόγγοι Hom.);
2 просверленный во многих местах, со многими отверстиями (δόνακες, αὐλοί Anth.).

English (Autenrieth)

pierced with many holes, porous. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτρητος, -ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, -ον, Α
(για αυλό, στραγγιστήρι, κηρήθρα ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρητός (< τετραίνω «τρυπώ»)].

Greek Monotonic

πολύτρητος: -ον, αυτός που είναι διάτρητος, γεμάτος με τρύπες, τρυπητός, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αυλό, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, διάτρητος, σπόγγοι Ὀδ. Α. 111, Χ. 439· ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 266., 505, 5· ἐπὶ ἠθμοῦ, στραγγιστηρίου, τρυπητοῦ, αὐτόθι 6. 101· ἐπὶ κηρήθρας αὐτόθι 9. 363, 15, 10. 41· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· τὸ π. χώρας Στράβ. 578.

Middle Liddell

πολύ-τρητος, ον,
much-pierced, full of holes, porous, Od.; of a flute, Anth.