μοιρικός: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moirikos | |Transliteration C=moirikos | ||
|Beta Code=moiriko/s | |Beta Code=moiriko/s | ||
|Definition= | |Definition=μοιρική, μοιρικόν, (μοῖρα 1.5) [[by degrees]], Ptol.''Tetr.''125, Vett.Val.20.5, al. Adv. [[μοιρικῶς]] Id.28.22, Paul. Al.''H.''2; opp. [[ζῳδιακῶς]], ''PMich.'' in ''Class.Phil.''22.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0198.png Seite 198]] theilweis, im adv., procl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0198.png Seite 198]] theilweis, im adv., procl. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μοιρικός''': -ή, -όν, ([[μοῖρα]] Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοιρικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μοίρα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει καθοριστεί από τη [[μοίρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />χωρισμένος [[κατά]] γεωγραφικές μοίρες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοιρικῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] γεωγραφικές μοίρες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
μοιρική, μοιρικόν, (μοῖρα 1.5) by degrees, Ptol.Tetr.125, Vett.Val.20.5, al. Adv. μοιρικῶς Id.28.22, Paul. Al.H.2; opp. ζῳδιακῶς, PMich. in Class.Phil.22.13.
German (Pape)
[Seite 198] theilweis, im adv., procl.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρικός: -ή, -όν, (μοῖρα Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β.
Greek Monolingual
μοιρικός, -ή, -όν (ΑΜ) μοίρα
μσν.
αυτός που έχει καθοριστεί από τη μοίρα
αρχ.
χωρισμένος κατά γεωγραφικές μοίρες.
επίρρ...
μοιρικῶς (Α)
κατά γεωγραφικές μοίρες.