ἁλιπόρος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aliporos | |Transliteration C=aliporos | ||
|Beta Code=a(lipo/ros | |Beta Code=a(lipo/ros | ||
|Definition= | |Definition=ἁλιπόρον, [[through which the sea flows]], διασφάξ Luc.''Trag.''24. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἁλιπόρον, through which the sea flows, διασφάξ Luc.Trag.24.
Spanish (DGE)
(ἁλῐπόρος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que surca el mar de las naves Lyr.Alex.Adesp.36.2.
2 por donde pasa el mar, διασφάξ Luc.Trag.24.
German (Pape)
[Seite 97] durchs Meer gehend, Luc. Tragodop. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyage par mer.
Étymologie: ἅλς¹, πείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιπόρος: идущий через море (διασφάξ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσον τοῦ ὁποίου ἡ θάλασσα ῥέει, διασφάξ, Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 24.
Greek Monolingual
ἁλιπόρος, -ον (Α)
αυτός μέσα από τον οποίο ρέει η θάλασσα ή που διαπερνά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρος < πείρω «διαπερνώ, διασχίζω»].
Greek Monotonic
ἁλιπόρος: -ον (ἅλς, πείρω), αυτός μέσω του οποίου ρέει η θάλασσα, σε Λουκ.