ἀντίμισθος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antimisthos | |Transliteration C=antimisthos | ||
|Beta Code=a)nti/misqos | |Beta Code=a)nti/misqos | ||
|Definition= | |Definition=ἀντίμισθον, [[as a reward]], [[in compensation]], μνήμην ἀντίμισθον ηὕρετ' ἐν λιταῖς A.''Supp.''270. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀντίμισθον, as a reward, in compensation, μνήμην ἀντίμισθον ηὕρετ' ἐν λιταῖς A.Supp.270.
Spanish (DGE)
-ον
que es en compensación, como recompensa, Ἆπις ... μνήνην ποτ' ἀντίμισθον ηὕρετ' ἐν λιταῖς Apis ... logró un recuerdo en las plegarias, que es cual salario A.Supp.270
•subst. ὁ ἀ. pago τὸν ἀ. ... παράσχου τοῖς γονεῦσί σου Phys.B 238.2.
German (Pape)
[Seite 256] μνήμη, statt des Lohnes, wofür lohnend, Aesch. Suppl. 267.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rémunère, qui récompense.
Étymologie: ἀντί, μισθός.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίμισθος: служащий вознаграждением, являющийся наградой (μνήμη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμισθος: -ον, ὁ, ἀντὶ μισθοῦ διδόμενος, ὁ ὡς ἀνταμοιβὴ διδόμενος, μνήμην ... ἀντίμισθον ηὕρετ’ ἐν λιταῖς Αἰσχύλ, Ἱκ. 270.
Greek Monolingual
ἀντίμισθος, -ον (Α)
ο αντί μισθού, αυτός που δίνεται σαν ανταμοιβή.
Greek Monotonic
ἀντίμισθος: -ον, αυτός που δίδεται ως ανταμοιβή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
as a reward, Aesch.