ὑψοῦ: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsoy | |Transliteration C=ypsoy | ||
|Beta Code=u(you= | |Beta Code=u(you= | ||
|Definition=Adv., ([[ὕψος]])<br><span class="bld">A</span> [[high]], νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν = they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her Il.1.486; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] = [[out]] from the [[beach]], Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ = having the [[soil]] [[raise]]d [[to a great height]], Hdt.2.138; ὑψοῦ [[πατεῖν]] Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑψοῦ [[κρέμασθαι]] Hermipp.55 (anap.); ὑψοῦ [[φέρεσθαι]] Anaxil.22.30.<br><span class="bld">II</span> metaph., ἐξάρας με ὑψοῦ = having [[praise]]d me [[highly]], Hdt.9.79; ὑψοῦ [[αἴρειν]] θυμόν S.OT914. Cf. [[ὑψόσε]]. | |Definition=Adv., ([[ὕψος]])<br><span class="bld">A</span> [[high]], νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν = they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her Il.1.486; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] = [[out]] from the [[beach]], Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ = having the [[soil]] [[raise]]d [[to a great height]], [[Herodotus|Hdt.]]2.138; ὑψοῦ [[πατεῖν]] Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑψοῦ [[κρέμασθαι]] Hermipp.55 (anap.); ὑψοῦ [[φέρεσθαι]] Anaxil.22.30.<br><span class="bld">II</span> metaph., ἐξάρας με ὑψοῦ = having [[praise]]d me [[highly]], [[Herodotus|Hdt.]]9.79; ὑψοῦ [[αἴρειν]] θυμόν S.OT914. Cf. [[ὑψόσε]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε ύψος, [[πάνω]], [[ψηλά]] («νῆα μὲν... ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ [[ἔργον]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> ( | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε ύψος, [[πάνω]], [[ψηλά]] («νῆα μὲν... ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ [[ἔργον]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> ([[πρβλ]]. [[τηλοῦ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 12:01, 4 September 2023
English (LSJ)
Adv., (ὕψος)
A high, νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν = they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her Il.1.486; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] = out from the beach, Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ = having the soil raised to a great height, Hdt.2.138; ὑψοῦ πατεῖν Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑψοῦ κρέμασθαι Hermipp.55 (anap.); ὑψοῦ φέρεσθαι Anaxil.22.30.
II metaph., ἐξάρας με ὑψοῦ = having praised me highly, Hdt.9.79; ὑψοῦ αἴρειν θυμόν S.OT914. Cf. ὑψόσε.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
adv., hoch, oben, in der Höhe; Il. 1.486, Od. 4.785; ὑψοῦ πατεῖν Pind. Ol. 1.115; P. 10.70; ὑψοῦ γὰρ αἴρει θυμὸν ἄγαν λύπαισι Soph. O.R. 914; Eur. Bacch. 1109; ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, hoch erheben, Her. 9.79.
Russian (Dvoretsky)
ὑψοῦ: adv.
1 наверху, вверху Hom.;
2 в высоту, вверх Pind., Her., Eur.: ὑψοῦ ἐξᾶραί τι Her. превознести что-л.; ὑψοῦ αἴρειν θυμὸν λύπαισι Soph. принимать близко к сердцу тревоги.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψοῦ: Ἐπίρρ., (ὕψος) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. νότιος)· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ, τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα ὕψος, Ἡρόδ. 2. 138· ὑψοῦ πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες εὐθύς εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ ὑψοῦ πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι μεγάλως, Ἡρόδ. 9. 79· ὑψοῦ αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. ὑψόσε.
English (Autenrieth)
aloft, on high; of moving a ship ‘far out’ in the roadstead, Od. 4.785.
English (Slater)
ὑψοῦ met., on high εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες (P. 10.70)
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τηλοῦ].
Greek Monotonic
ὑψοῦ: (ὕψος), επίρρ., άνωθεν, σε ύψος, σε Όμηρ.· τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ, του εδάφους υψωμένου σε μεγάλο ύψος, σε Ηρόδ.· μεταφ., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, το επαινώ υπερβολικά, στον ίδ.· ὑψοῦ αἴρειν θυμόν, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὕψος
aloft, on high, Hom.; τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ having the soil raised to a great height, Hdt.:—metaph., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι to praise it highly, Hdt.; ὑψοῦ αἴρειν θυμόν Soph.