ὀκτάμετρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktametros
|Transliteration C=oktametros
|Beta Code=o)kta/metros
|Beta Code=o)kta/metros
|Definition=ον, [[octametric]], [[of eight measures]]: [[ὀκτάμετρον]], τό, [[octameter]], Sch.Heph.<span class="bibl">p.132</span> C.
|Definition=ὀκτάμετρον, [[octametric]], [[of eight measures]]: [[ὀκτάμετρον]], τό, [[octameter]], Sch.Heph.p.132 C.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτᾰ́μετρος Medium diacritics: ὀκτάμετρος Low diacritics: οκτάμετρος Capitals: ΟΚΤΑΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: oktámetros Transliteration B: oktametros Transliteration C: oktametros Beta Code: o)kta/metros

English (LSJ)

ὀκτάμετρον, octametric, of eight measures: ὀκτάμετρον, τό, octameter, Sch.Heph.p.132 C.

German (Pape)

[Seite 317] von acht Maaßen, Versfüßen, Gramm.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀκτάμετρος, -ον)
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο οκτάμετρος και το οκτάμετρο
στίχος που αποτελείται από οκτώ μέτρα, δηλ. από οκτώ μετρικούς πόδες
νεοελλ.
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος οκτώ μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μετρος (< μέτρον)].