ἡνιόχη: Difference between revisions
m (Text replacement - "διφρηλάτης, διφρελάτειρα" to "διφρηλάτης, διφρηλάτας, διφρελάτειρα") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iniochi | |Transliteration C=iniochi | ||
|Beta Code=h(nio/xh | |Beta Code=h(nio/xh | ||
|Definition=ἡ, fem. of [[ἡνίοχος]], a name of Hera, | |Definition=ἡ, fem. of [[ἡνίοχος]], a name of Hera, Paus.9.39.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἡνίοχος, a name of Hera, Paus.9.39.5.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, fem. zu ἡνίοχος; so hieß Here, Paus. 9, 39, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιόχη: ἡ, θηλ. τοῦ ἡνίοχος, ὄνομα τῆς Ἥρας, Παυσ. 9. 39, 5.
Greek Monolingual
ἡνιόχη, ἡ (Α)
(θηλ. του ηνίοχος) προσωνυμία της Ήρας.
Translations
Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: wagenmenner; French: aurige; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρηλάτας, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: auriga, essedarius; Malayalam: സാരഥി; Russian: возничий; Spanish: cochero, auriga; Tamil: தேரோட்டி