λήσμων: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "[πρβλ. " to "[πρβλ. ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lismon | |Transliteration C=lismon | ||
|Beta Code=lh/smwn | |Beta Code=lh/smwn | ||
|Definition= | |Definition=λήσμον, gen. ονος, ([[λήθω]]) [[unmindful]], Them.''Or.''22.268c. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
λήσμον, gen. ονος, (λήθω) unmindful, Them.Or.22.268c.
Greek (Liddell-Scott)
λήσμων: -ον, γεν. -ονος, (λήθω) ἐπιλήσμων, μὴ σκεπτόμενος περί τινος, ἀδιάφορος, Θεμίστ. 268C.
Greek Monolingual
λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, [πρβλ. λήθη + επίθημα -μων), πρβλ. γνώμων, τλήμων. Το -σ- του τ. αναλογικά προς τους άλλους του λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].
German (Pape)
ον, vergessend, vergeßlich, erst Sp., wie Themist., τινός.