ὀλιβρός: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλιβρός]], -ά, -όν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀλισθηρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- / <i>slei</i>- «[[γλιστρώ]]» ( | |mltxt=[[ὀλιβρός]], -ά, -όν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀλισθηρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- / <i>slei</i>- «[[γλιστρώ]]» ([[πρβλ]]. [[ολίσθάνω]]), με [[παρέκταση]] <i>b</i>, προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- και [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[κυδρός]], [[ψυχρός]]). Η λ. συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>slipor</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sleffar</i> «[[ολισθηρός]]», αρχ. ισλδ. <i>sleipr</i>, [[καθώς]] και με ρηματικούς τ., όπως αρχ. άνω γερμ. <i>slῖfan</i> γερμ. <i>schleifen</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ολισθαίνω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 6 February 2024
English (LSJ)
ά, όν, = ὀλισθηρός (slippery, hard to catch and keep hold of, liable to slip), Id.
German (Pape)
[Seite 319] dor. = ὀλισθηρός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιβρός: -ά, -όν, = ὀλισθηρός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀλιβρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei- / slei- «γλιστρώ» (πρβλ. ολίσθάνω), με παρέκταση b, προθεματικό φωνήεν ὀ- και επίθημα -ρός (πρβλ. κυδρός, ψυχρός). Η λ. συνδέεται με αγγλοσαξ. slipor, αρχ. άνω γερμ. sleffar «ολισθηρός», αρχ. ισλδ. sleipr, καθώς και με ρηματικούς τ., όπως αρχ. άνω γερμ. slῖfan γερμ. schleifen (βλ. και λ. ολισθαίνω)].