πληρεξούσιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πληρεξούσιος]]<br />αυτός που ενεργεί [[κατά]] [[πληρεξουσιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>το πληρεξούσιο</i><br />το [[έγγραφο]] με το οποίο παρέχεται [[πληρεξουσιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλήρης]] <span style="color: red;">+</span> [[εξουσία]] ([[πρβλ]]. [[αυτεξούσιος]])]. | |mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πληρεξούσιος]]<br />αυτός που ενεργεί [[κατά]] [[πληρεξουσιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>το [[πληρεξούσιο]]</i><br />το [[έγγραφο]] με το οποίο παρέχεται [[πληρεξουσιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλήρης]] <span style="color: red;">+</span> [[εξουσία]] ([[πρβλ]]. [[αυτεξούσιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:06, 26 September 2024
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος
αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα
2. το ουδ. ως ουσ.
το πληρεξούσιο
το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτεξούσιος)].