Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλλόστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyllostrotos
|Transliteration C=fyllostrotos
|Beta Code=fullo/strwtos
|Beta Code=fullo/strwtos
|Definition=ον, [[made of leafy branches]], χαμεῦναι <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>9</span> (anap.): [[leaf-strewn]], heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span> 3</span>.
|Definition=φυλλόστρωτον, [[made of leafy branches]], χαμεῦναι E.''Rh.''9 (anap.): [[leaf-strewn]], heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ Theoc.''Ep.'' 3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλόστρωτος Medium diacritics: φυλλόστρωτος Low diacritics: φυλλόστρωτος Capitals: ΦΥΛΛΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: phyllóstrōtos Transliteration B: phyllostrōtos Transliteration C: fyllostrotos Beta Code: fullo/strwtos

English (LSJ)

φυλλόστρωτον, made of leafy branches, χαμεῦναι E.Rh.9 (anap.): leaf-strewn, heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ Theoc.Ep. 3.

German (Pape)

[Seite 1315] mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jonché de feuilles.
Étymologie: φύλλον, στρώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος ἢ κεκαλυμμένος διὰ φύλλων, Εὐρ. Ρῆσ. 9· ― ἐκ τοῦ τύπου φυλλοστρώς, εὑρίσκομεν τὴν δοτ. φυλλοστρῶτι πέδῳ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429.

Greek Monolingual

-ον και φυλλοστρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α
στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ.
β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθόστρωτος, πορφυρόστρωτος].

Greek Monotonic

φυλλόστρωτος: -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. φυλλοστρῶτι (όπως από φυλλο-στρώς), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φυλλό-στρωτος, ον,
strewed or covered with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλο-στρώσ), Theocr.