τρίσπαστος: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trispastos | |Transliteration C=trispastos | ||
|Beta Code=tri/spastos | |Beta Code=tri/spastos | ||
|Definition= | |Definition=τρίσπαστον, [[drawn threefold]], <b class="b3">τ. ὄργανον</b> a [[triple]] pulley, Orib.49.22.1; so [[trispastos]], Vitr.10.2.3; μηχανή Tz.''H.''2.107. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1148.png Seite 1148]] dreifach gezogen, s. [[τροχαλία]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1148.png Seite 1148]] dreifach gezogen, s. [[τροχαλία]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρίσπαστος''': -ον, [[μηχάνημα]] χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. [[ὄργανον]], τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι [[ἐργαλεῖον]], Ὀρειβάσ. 156, 1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε [[τρία]] τμήματα («τρίσπαστον [[ὄργανον]]» — [[τριπλή]] [[τροχαλία]], Ορειβ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίσπαστον</i><br />[[ονομασία]] χειρουργικού εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σπαστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπάω]] / -<i>ῶ</i>), [[πρβλ]]. [[τετράσπαστος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
τρίσπαστον, drawn threefold, τ. ὄργανον a triple pulley, Orib.49.22.1; so trispastos, Vitr.10.2.3; μηχανή Tz.H.2.107.
German (Pape)
[Seite 1148] dreifach gezogen, s. τροχαλία.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσπαστος: -ον, μηχάνημα χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. ὄργανον, τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Ὀρειβάσ. 156, 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε τρία τμήματα («τρίσπαστον ὄργανον» — τριπλή τροχαλία, Ορειβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίσπαστον
ονομασία χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σπαστός (< σπάω / -ῶ), πρβλ. τετράσπαστος].