νεόκμητος: Difference between revisions
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neokmitos | |Transliteration C=neokmitos | ||
|Beta Code=neo/kmhtos | |Beta Code=neo/kmhtos | ||
|Definition= | |Definition=νεόκμητον, ([[κάμνω]])<br><span class="bld">A</span> [[newly wrought]], Nic.''Th.''498.<br><span class="bld">II</span> [[just slain]], [[varia lectio|v.l.]] for [[νεόδμητος]], E.''Rh.''887 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
νεόκμητον, (κάμνω)
A newly wrought, Nic.Th.498.
II just slain, v.l. for νεόδμητος, E.Rh.887 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 242] neu, frisch gearbeitet, gemacht, Nic. Ther. 498. S. auch νεόδμητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 récemment travaillé ; récent;
2 qui vient d'être tué.
Étymologie: νέος, κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
νεόκμητος: Eur. = νεόδμητος I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκμητος: -ον, (κάμνω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, Νικ. Θηρ. 489. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, σφαγείς, Εὐρ. Ρῆσ. 887.
Greek Monolingual
νεόκμητος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύκμητος].
Greek Monotonic
νεόκμητος: -ον (κάμνω), αυτός που πρόσφατα έγινε αντικείμενο επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε πριν λίγο, σε Ευρ.