ἐνήλικος: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enilikos | |Transliteration C=enilikos | ||
|Beta Code=e)nh/likos | |Beta Code=e)nh/likos | ||
|Definition= | |Definition=ἐνήλικον, = [[ἐνῆλιξ]] ([[of age]], [[in the prime of manhood]], [[adult]]), ''Sammelb.'' 4638.11 (ii BC), IG 7.2712.70 (Acraeph.), Plu. ''Cat. Ma.'' 24, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que ha alcanzado la edad adulta]], [[mayor de edad]] ἐνήλικοι δὲ γενόμεναι ... κληρονομήσασαι <i>PDryton</i> 33.11 (II a.C.), δοῦλοι <i>IG</i> 7.2712.70, cf. 71 (Acrefia I d.C.), ἐνηλίκοις οὖσι τοῖς υἱοῖς Plu.2.480d, cf. <i>Cat.Ma</i>.24, δισσὴν τέκνων σπορὴν ἀρρένων ἐνήλικον λελοιπεῖαν habiendo dejado doble cosecha de hijos varones en la flor de la vida</i>, <i>ISmyrna</i> 1.11 (heleníst.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0840.png Seite 840]] = Folgdm, Plut. Cat. mai. 24 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0840.png Seite 840]] = Folgdm, Plut. Cat. mai. 24 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />adulte (<i>propr.</i> qui est en âge).<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ἡλικός. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνήλῐκος:''' [[возмужалый]], [[взрослый]] ([[παῖς]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνήλῐκος''': ον = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 51, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο και [[ενήλιξ]], ο, η (AM [[ἐνῆλιξ]], ο, η και [[ἐνήλικος]], -ον) [[ήλιξ]]<br />αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη [[ηλικία]] της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική [[ηλικία]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνήλῐκος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐνήλῐκος, ον<br />of age, in the [[prime]] of [[manhood]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐνήλικον, = ἐνῆλιξ (of age, in the prime of manhood, adult), Sammelb. 4638.11 (ii BC), IG 7.2712.70 (Acraeph.), Plu. Cat. Ma. 24, etc.
Spanish (DGE)
-ον
que ha alcanzado la edad adulta, mayor de edad ἐνήλικοι δὲ γενόμεναι ... κληρονομήσασαι PDryton 33.11 (II a.C.), δοῦλοι IG 7.2712.70, cf. 71 (Acrefia I d.C.), ἐνηλίκοις οὖσι τοῖς υἱοῖς Plu.2.480d, cf. Cat.Ma.24, δισσὴν τέκνων σπορὴν ἀρρένων ἐνήλικον λελοιπεῖαν habiendo dejado doble cosecha de hijos varones en la flor de la vida, ISmyrna 1.11 (heleníst.).
German (Pape)
[Seite 840] = Folgdm, Plut. Cat. mai. 24 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adulte (propr. qui est en âge).
Étymologie: ἐν, ἡλικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐνήλῐκος: возмужалый, взрослый (παῖς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήλῐκος: ον = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 51, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, -ον) ήλιξ
αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία.
Greek Monotonic
ἐνήλῐκος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.