καλόγνωμος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόγνωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]], ο [[ευγενικός]], ο [[άνθρωπος]] που έχει καλή [[διάθεση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καλόγνωμο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[καλοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]]), [[πρβλ]]. [[ευθύγνωμος]], [[αλλοτριόγνωμος]]).
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόγνωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]], ο [[ευγενικός]], ο [[άνθρωπος]] που έχει καλή [[διάθεση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καλόγνωμο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[καλοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]]), [[πρβλ]]. [[ευθύγνωμος]], [[αλλοτριόγνωμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:01, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλόγνωμος, -ον)
1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση
2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν)
η καλοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύγνωμος, αλλοτριόγνωμος].