κυριόλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κυριόλεκτος''': -ον, ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ λεγόμενος ἢ τιθέμενος, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 891D, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυριόλεκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια [[σημασία]], [[κυριολεκτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυριολέκτως</i> (Α)<br />με [[κυριολεξία]], κυριολεκτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[δύσλεκτος]], [[πολύλεκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:47, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1536] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριόλεκτος: -ον, ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ λεγόμενος ἢ τιθέμενος, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 891D, κλ.

Greek Monolingual

κυριόλεκτος, -ον (AM)
αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός
αρχ.
αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο.
επίρρ...
κυριολέκτως (Α)
με κυριολεξία, κυριολεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. δύσλεκτος, πολύλεκτος].