πρυμνώρεια: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prymnoreia
|Transliteration C=prymnoreia
|Beta Code=prumnw/reia
|Beta Code=prumnw/reia
|Definition=ἡ, (ὄρος) [[lower slope]], [[foot of a mountain]], <span class="bibl">Il.14.307</span>, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Νιφάτης]].
|Definition=ἡ, ([[ὄρος]]) [[lower slope]], [[foot of a mountain]], Il.14.307, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Νιφάτης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0802.png Seite 802]] ἡ, der äußerste oder unterste Theil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ [[πολυπίδακος]] Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0802.png Seite 802]] ἡ, der äußerste oder unterste Teil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ [[πολυπίδακος]] Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρυμνώρεια -ας, ἡ &#91;[[πρυμνός]], [[ὄρος]]] [[voet van een berg]].
|elnltext=πρυμνώρεια -ας, ἡ &#91;[[πρυμνός]], [[ὄρος]]] [[voet van een berg]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνώρεια Medium diacritics: πρυμνώρεια Low diacritics: πρυμνώρεια Capitals: ΠΡΥΜΝΩΡΕΙΑ
Transliteration A: prymnṓreia Transliteration B: prymnōreia Transliteration C: prymnoreia Beta Code: prumnw/reia

English (LSJ)

ἡ, (ὄρος) lower slope, foot of a mountain, Il.14.307, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. s.v. Νιφάτης.

German (Pape)

[Seite 802] ἡ, der äußerste oder unterste Teil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ πολυπίδακος Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
extrémité d'une montagne.
Étymologie: πρυμνός, ὄρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνώρεια -ας, ἡ [πρυμνός, ὄρος] voet van een berg.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνώρεια:основание горы, подошва (πολυπύδακος Ἴδης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνώρεια: ἡ, (ὄρος) τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες αὐτοῦ Ἰλ. Ξ. 307, Πείσανδρος παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ ἀκρώρεια, πρβλ. πρύμνα). - Κατὰ Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ κάτω μέρος τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. τοὐναντίον «πρυμνώρεια· ἀκρώρεια, ἄκρον ὄρους, τὸ ἔσχατον μέρος».

Greek Monolingual

ἡ, Α
το κατώτατο τμήμα ενός βουνού, οι πρόποδές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -ώρεια (< ὄρος), μέσω ενός αμάρτυρου πρυμνώρης (πρβλ. κρημνώρεια). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

πρυμνώρεια: ἡ (ὄρος), πόδια, πρόποδες βουνού, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πρυμν-ώρεια, ἡ, ὄρος
the foot of a mountain, Il.