ὀσφραντήριος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=osfrantirios
|Transliteration C=osfrantirios
|Beta Code=o)sfranth/rios
|Beta Code=o)sfranth/rios
|Definition=α, ον, [[able to smell]], [[keen-scented]], <b class="b3">μυκτῆρες ὀ</b>. <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ra.</span>893</span>.
|Definition=α, ον, [[able to smell]], [[keen-scented]], <b class="b3">μυκτῆρες ὀ.</b> Ar. ''Ra.''893.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσφραντήριος Medium diacritics: ὀσφραντήριος Low diacritics: οσφραντήριος Capitals: ΟΣΦΡΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: osphrantḗrios Transliteration B: osphrantērios Transliteration C: osfrantirios Beta Code: o)sfranth/rios

English (LSJ)

α, ον, able to smell, keen-scented, μυκτῆρες ὀ. Ar. Ra.893.

German (Pape)

[Seite 401] riechend, witternd, μυκτῆρες, Ar. Ran. 891; – τὸ ὀσφραντήριον, sc. φάρμακον, ein Mittel, woran man riecht, um sich zu stärken u. zu erfrischen, Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 doué d'un bon odorat ; ou simpl. qui sent;
2 odorant.
Étymologie: ὀσφραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀσφραντήριος: наделенный способностью обоняния, имеющий острое чутье (μυκτῆρες Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀσφραντήριος: -α, -ον, ὁ ὀσφραινόμενος, δυνάμενος νὰ ὀσφραίνηται, μυκτῆρες ὀσφρ., ὡς τὸ Λατιν. nares acuti, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 893. ΙΙ. Πάθ., ὀσφραντήριον (ἐξυπακ. φάρμακον), τό, ἰσχυρὰ ὀσμή, ᾗ ἐχρῶντο πρὸς ἀναζωογόνησιν λιποθυμοῦντος. Λατ. olfactorium, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.

Greek Monolingual

ὀσφραντήριος, -ία, -ον (ΑΜ)
1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.)
2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον
(ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή την οποία χρησιμοποιούσαν για αναζωογόνηση κάποιου που λιποθυμούσε, οσφράδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀσφραν- του ὀσφραίνομαι + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαντήριος)].

Greek Monotonic

ὀσφραντήριος: -α, -ον, αυτός που οσφραίνεται, ικανός να οσφραίνεται, αυτός που έχει δυνατή όσφρηση, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀσφραντήριος, η, ον
smelling, able to smell, sharp-smelling, Ar.