ὠμαλθής: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omalthis
|Transliteration C=omalthis
|Beta Code=w)malqh/s
|Beta Code=w)malqh/s
|Definition=ές, ([[ὠμός]], [[ἀλθαίνω]]) ἕλκος ὠμαλθές = a [[wound]] [[scarred over too soon]], [[without healing properly]], Hsch.
|Definition=ὠμαλθές, ([[ὠμός]], [[ἀλθαίνω]]) ἕλκος ὠμαλθές = a [[wound]] [[scarred over too soon]], [[without healing properly]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμαλθής''': -ές, ([[ὠμός]], ἄλθω)· ― [[ἕλκος]] ὠμ., [[ἕλκος]] ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ [[προσηκόντως]], Ἡσύχ.
|lstext='''ὠμαλθής''': -ές, ([[ὠμός]], [[ἄλθω]])· ― [[ἕλκος]] ὠμ., [[ἕλκος]] ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ [[προσηκόντως]], Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), [[πρβλ]]. [[πολυαλθής]]).
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), [[πρβλ]]. [[πολυαλθής]]).
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμαλθής Medium diacritics: ὠμαλθής Low diacritics: ωμαλθής Capitals: ΩΜΑΛΘΗΣ
Transliteration A: ōmalthḗs Transliteration B: ōmalthēs Transliteration C: omalthis Beta Code: w)malqh/s

English (LSJ)

ὠμαλθές, (ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠμαλθές = a wound scarred over too soon, without healing properly, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμαλθής: -ές, (ὠμός, ἄλθω)· ― ἕλκος ὠμ., ἕλκος ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ προσηκόντως, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυαλθής).