σφοδρύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfodryno
|Transliteration C=sfodryno
|Beta Code=sfodru/nw
|Beta Code=sfodru/nw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make vehement]], [[intensify]], Ph.1.355, Porph.''in Harm.''p.238W.:—Pass., to [[be vehement]] or [[become vehement]], <b class="b3">σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι</b> thou puttest overweening trust in.., A.''Pr.''1011; <b class="b3">ποιότητες σφοδρυνόμεναι</b>, opp. [[μαραινόμεναι]], Plu.2.732c; νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563, cf. 17(1).207; [[πόνος]] (pain) σφοδρυνόμενος Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.<br><span class="bld">II</span> intr. in Act.. ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.''Pr.''1.73.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make vehement]], [[intensify]], Ph.1.355, Porph.''in Harm.''p.238W.:—Pass., to [[be vehement]] or [[become vehement]], <b class="b3">σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι</b> thou puttest overweening trust in.., [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''1011; <b class="b3">ποιότητες σφοδρυνόμεναι</b>, opp. [[μαραινόμεναι]], Plu.2.732c; νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563, cf. 17(1).207; [[πόνος]] (pain) σφοδρυνόμενος Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.<br><span class="bld">II</span> intr. in Act.. ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.''Pr.''1.73.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:10, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρύνω Medium diacritics: σφοδρύνω Low diacritics: σφοδρύνω Capitals: ΣΦΟΔΡΥΝΩ
Transliteration A: sphodrýnō Transliteration B: sphodrynō Transliteration C: sfodryno Beta Code: sfodru/nw

English (LSJ)

A make vehement, intensify, Ph.1.355, Porph.in Harm.p.238W.:—Pass., to be vehement or become vehement, σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι thou puttest overweening trust in.., A.Pr.1011; ποιότητες σφοδρυνόμεναι, opp. μαραινόμεναι, Plu.2.732c; νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563, cf. 17(1).207; πόνος (pain) σφοδρυνόμενος Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.
II intr. in Act.. ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.Pr.1.73.

German (Pape)

[Seite 1051] heftig, hitzig machen, pass. σφοδρύνομαι, heftig, ungestüm sein, werden, Aesch. Prom. 1013, τινί, worauf trotzen, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

rendre violent ou impétueux;
Pass. 1 devenir violent ou fort;
2 fig. faire le fort, se prévaloir de, τινι.
Étymologie: σφοδρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφοδρύνω [σφοδρός] alleen pass. zich heftig gedragen, fel zijn.

Russian (Dvoretsky)

σφοδρύνω: придавать силу, делать сильным: ποιότης σφοδρυνομένη Plut. усилившееся качество; σφοδρύνεσθαι ἀσθενεῖ σοφίσματι Aesch. неистовствовать в своем безумии.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρύνω: καθιστῶ σφοδρὸν ἢ ὁρμητικόν, Φίλων 1. 355, Πορφύρ. εἰς Πτολεμ. Ἁρμ. ― Παθ., θρασύνομαι, ἐπαίρομαι, σφοδρύνει γ’ ἀσθενεῖ σοφίσματι Αἰσχύλ. Πρ. 1011· γίνομαι, καθίσταμαι σφοδρός, ποιότητες σφοδρυνόμεναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μαραινόμεναι, Πλούτ. 2. 732C· ― ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Πολυδ. Δ΄, 25. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 73.

Greek Monolingual

ΜΑ σφοδρός
1. καθιστώ κάτι σφοδρό, έντονο, ορμητικό
2. μέσ. σφοδρύνομαι
(κυρίως για νόσο) επιδεινώνομαι
αρχ.
1. (αμτβ.) (κυρίως για άνεμο) γίνομαι σφοδρός, ισχυρός
2. μέσ. γίνομαι θρασύς, αποκτώ έπαρση.