παρακαίω: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakaio | |Transliteration C=parakaio | ||
|Beta Code=parakai/w | |Beta Code=parakai/w | ||
|Definition=aor. -έκαυσα (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[light]] or [[keep lighted beside]], πῦρ π. τοῖς νοσοῦσι Plu.2.383d; in ceremonies at tombs, ''Supp.Epigr.''2.415 (Macedonia):—Pass., πάννυχος λύχνος π. Hdt.2.130.<br><span class="bld">2</span> of cautery, [[burn partly]], ὅταν φλέβα παρακαύσῃς Hp.''Vid.Ac.''3. | |Definition=aor. -έκαυσα (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[light]] or [[keep lighted beside]], πῦρ π. τοῖς νοσοῦσι Plu.2.383d; in ceremonies at tombs, ''Supp.Epigr.''2.415 (Macedonia):—Pass., πάννυχος λύχνος π. [[Herodotus|Hdt.]]2.130.<br><span class="bld">2</span> of cautery, [[burn partly]], ὅταν φλέβα παρακαύσῃς Hp.''Vid.Ac.''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
aor. -έκαυσα (v. infr.),
A light or keep lighted beside, πῦρ π. τοῖς νοσοῦσι Plu.2.383d; in ceremonies at tombs, Supp.Epigr.2.415 (Macedonia):—Pass., πάννυχος λύχνος π. Hdt.2.130.
2 of cautery, burn partly, ὅταν φλέβα παρακαύσῃς Hp.Vid.Ac.3.
German (Pape)
[Seite 481] (s. καίω), daneben, dabei, an der Seite anzünden, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; pass. λύχνος παρακαίεται, Her. 2, 130.
French (Bailly abrégé)
f. παρακαύσω, ao. παρέκηα, etc.
1 faire brûler à côté ; Pass. brûler à côté;
2 faire brûler par les bords, sur les côtés.
Étymologie: παρά, καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καίω, meestal med.-pass., ernaast branden:. πάννυχος λύχνος παρακαίεται de hele nacht brandt een lamp ernaast Hdt. 2.130.1.
Russian (Dvoretsky)
παρακαίω: зажигать возле (πῦρ τινι Plut.): πάννυχος λύχνος παρακαίεται Her. рядом всю ночь горит светильник.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαίω: μέλλ. -καύσω, καίω πλησίον, πῦρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι Πλούτ. 2. 383D. - Παθητ., πάννυχος λύχνος παρακαίεται Ἡρόδ. 2. 130. 2) καίω, διὰ καυστῆρος), πλαγίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διακαίω, ὅταν δὲ φλέβας παρακαύσῃς ἢ διακαύσῃς Ἱππ. 688. 33.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
θερμαίνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το βούτυρο»)
2. εκπέμπω μεγάλη θερμότητα, είμαι πολύ καυτός («σήμερα παρακαίει ο ήλιος»)
αρχ.
1. καίω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πῡρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι», Πλούτ.)
2. καίω πλαγίως με καυτήρα («ὅταν φλέβα παρακαύσῃς ἤ διακαύσῃς», Ιπποκρ.).