διοίγνυμι: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dioignymi | |Transliteration C=dioignymi | ||
|Beta Code=dioi/gnumi | |Beta Code=dioi/gnumi | ||
|Definition=[[open]], τὰς γνάθους διοίγνυτε Ar.''Ec.''852: metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.442:—Pass., Id.2.414:—also [[διοίγω]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''346, ''OT''1287, 1295 (Pass.), [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 222a (Pass.), etc.; <b class="b3">ᾗ δ' ἂν διοίξῃς σφάγια</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῇ μαχαίρᾳ</b>) E.''Supp.''1205. | |Definition=[[open]], τὰς γνάθους διοίγνυτε Ar.''Ec.''852: metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.442:—Pass., Id.2.414:—also [[διοίγω]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''346, ''OT''1287, 1295 (Pass.), [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 222a (Pass.), etc.; <b class="b3">ᾗ δ' ἂν διοίξῃς σφάγια</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῇ μαχαίρᾳ</b>) [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''1205. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:29, 15 November 2024
English (LSJ)
open, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ar.Ec.852: metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.442:—Pass., Id.2.414:—also διοίγω, S.Aj.346, OT1287, 1295 (Pass.), Pl.Smp. 222a (Pass.), etc.; ᾗ δ' ἂν διοίξῃς σφάγια (sc. τῇ μαχαίρᾳ) E.Supp.1205.
Spanish (DGE)
abrir διοιγνὺς τὸ στόμα de las aves al alimentar a las crías, Arist.HA 613a4, cf. Hsch.
•fig. τὸ τῆς ψυχῆς διοίγνυσιν ὄμμα del conocimiento, Ph.1.442
•en v. med. abrirse de las flores c. el sol, Thphr.HP 4.7.8, cf. tb. fig., Ph.2.414.
French (Bailly abrégé)
entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, etc.).
Étymologie: διά, οἴγνυμι.
German (Pape)
[ῡ], (οἴγνυμι), öffnen, aufsperren; τὰς γνάθους Ar. Eccl. 852; τὸ στόμα Arist. H.A. 9.7; von Türen, Soph. Aj. 339; κλῇθρα O.R. 1287; vgl. Plat. Symp. 215b, 221d.
Russian (Dvoretsky)
διοίγνῡμι: Arph., Arst. = διοίγω.
Greek (Liddell-Scott)
διοίγνυμι: μέλλ. -ξω, διανοίγω, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -ὡσαύτως, διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8.
Greek Monolingual
διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω
1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό
2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.
Greek Monotonic
διοίγνυμι: μέλ. -ξω, διανοίγω, σε Αριστοφ.· επίσης διοίγω, σε Σοφ., Ευρ.