γαλανός: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=γαλανός | |||
|Medium diacritics=γαλανός | |||
|Low diacritics=γαλανός | |||
|Capitals=ΓΑΛΑΝΟΣ | |||
|Transliteration A=galanós | |||
|Transliteration B=galanos | |||
|Transliteration C=galanos | |||
|Beta Code=galano/s | |||
|Definition=Doric for [[γαληνός]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] dor. für [[γαλήνη]], [[γαληνός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] dor. für [[γαλήνη]], [[γαληνός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας<br /><b>2.</b> ο [[γαλανομάτης]]<br /><b>3.</b> [[λευκός]], [[άσπρος]] σαν το [[γάλα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>γαλανό</i>, <i>το</i><br />το [[ζαφείρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανώς <span style="color: red;"><</span> <b>(βυζ.)</b> <i>καλανός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[καλάινος]] «αυτός που έχει [[χρώμα]] γαλάζιο ανοιχτό έως [[λευκό]]». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. [[γάλα]].<br /><b>(II)</b><br />[[γαλανός]], -ή, -όν (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ο [[γαληνός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 31 January 2021
English (LSJ)
Doric for γαληνός.
German (Pape)
[Seite 471] dor. für γαλήνη, γαληνός.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό
1. αυτός που έχει το χρώμα του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας
2. ο γαλανομάτης
3. λευκός, άσπρος σαν το γάλα
4. το ουδ. ως ουσ. γαλανό, το
το ζαφείρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς < (βυζ.) καλανός < αρχ. καλάινος «αυτός που έχει χρώμα γαλάζιο ανοιχτό έως λευκό». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. γάλα.
(II)
γαλανός, -ή, -όν (δωρ. τ.) (Α)
ο γαληνός.