τρίδραχμος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "werth" to "wert") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1142.png Seite 1142]] drei Drachmen | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1142.png Seite 1142]] drei Drachmen wert, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 13:12, 11 March 2024
English (LSJ)
τρίδραχμον,
A worth three drachmas, Id.Pax1202.
II τρίδραχμος, ἡ, the threedrachma tax, PRyl.216.25, al. (ii/iii A. D.).
III τρίδραχμον, τό, three drachmas, Poll.6.165.
German (Pape)
[Seite 1142] drei Drachmen wert, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de la valeur de trois drachmes.
Étymologie: τρεῖς, δραχμή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίδραχμος -ον [τρι -, δραχμή] drie drachmen waard.
Russian (Dvoretsky)
τρίδραχμος: весом или стоимостью в три драхмы: τρίδραχμόν τι ἐμπολᾶν Arph. продавать что-л. за три драхмы.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίδραχμος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν)
νόμισμα τριών δραχμών
αρχ.
1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίδραχμος
φόρος τριών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτάδραχμος].
Greek Monotonic
τρίδραχμος: -ον, αυτός που έχει αξία ή βάρος τριων δραχμών, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τριῶν δραχμῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1202. ΙΙ. τρίδραχμον, τό, νόμισμα τριῶν δραχμῶν, Πολυδ. ϛʹ, 165.
Middle Liddell
τρί-δραχμος, ον,
worth or weighing three drachms, Ar.