ἐπουσιώδης: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epousiodis | |Transliteration C=epousiodis | ||
|Beta Code=e)pousiw/dhs | |Beta Code=e)pousiw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἐπουσιῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[added to the essence]], [[non-essential]], Phlp. ''in Ph.''38.26; [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἐπεισοδιώδης]], Porph.''Intr.''21.14.<br><span class="bld">II</span> [[symptomatic]], of fever, Alex.Aphr. ''Febr.''31, Pall.''Febr.''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
ἐπουσιῶδες,
A added to the essence, non-essential, Phlp. in Ph.38.26; f.l. for ἐπεισοδιώδης, Porph.Intr.21.14.
II symptomatic, of fever, Alex.Aphr. Febr.31, Pall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 1011] ες, was zu dem Wesen hinzukommt, außerwesentlich, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπουσιώδης: -ες, (εἶδος) προστιθέμενος εἰς τὴν οὐσίαν, οὐχὶ οὐσιώδης, Πορφύρ. κλ. ἴδε Bast. Γρηγ. σ. 340.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐπουσιώδης, -ες)
αυτός που προστίθεται στην ουσία, που δεν είναι ουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία
αρχ.
(για πυρετό) συμπτωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουσιώδης (< ουσία)].