παρώρεια: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroreia
|Transliteration C=paroreia
|Beta Code=parw/reia
|Beta Code=parw/reia
|Definition=ἡ, ([[ὄρος]]) [[district on the side of a mountain]], Plb.2.14.6, Onos.21.3, Babr.19.1, etc.: pl., Plb.2.34.15: freq. as pr. n., ''IPE''12.32B16 (Olbia, iii B. C.), Str.8.3.18, etc.:—hence [[Παρωρεᾶται]], οἱ, Hdt.4.148; Ion. [[Παρωρεῆται]] Id.8.73.
|Definition=ἡ, ([[ὄρος]]) [[district on the side of a mountain]], Plb.2.14.6, Onos.21.3, Babr.19.1, etc.: pl., Plb.2.34.15: freq. as pr. n., ''IPE''12.32B16 (Olbia, iii B. C.), Str.8.3.18, etc.:—hence [[Παρωρεᾶται]], οἱ, [[Herodotus|Hdt.]]4.148; Ion. [[Παρωρεῆται]] Id.8.73.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρώρεια Medium diacritics: παρώρεια Low diacritics: παρώρεια Capitals: ΠΑΡΩΡΕΙΑ
Transliteration A: parṓreia Transliteration B: parōreia Transliteration C: paroreia Beta Code: parw/reia

English (LSJ)

ἡ, (ὄρος) district on the side of a mountain, Plb.2.14.6, Onos.21.3, Babr.19.1, etc.: pl., Plb.2.34.15: freq. as pr. n., IPE12.32B16 (Olbia, iii B. C.), Str.8.3.18, etc.:—hence Παρωρεᾶται, οἱ, Hdt.4.148; Ion. Παρωρεῆται Id.8.73.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
région située le long d'une chaîne de montagnes.
Étymologie: παρά, ὄρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρώρεια -ας, ἡ [παρά, ὄρος] gebied in de buurt van een berg.

German (Pape)

ἡ, Gegend neben einem Berge; Pol. 2.14.6 und öfter; DS. 14.80; Strab.; minder gut sind die Formen παρορεία und παρορία, Lobeck Phryn. p. 712.

Russian (Dvoretsky)

παρώρεια:ὄρος местность, примыкающая к горе, подгорье Polyb., Diod.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
περιοχή στις πλαγιές του όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ώρεια (< ὄρος), πρβλ. ακρ-ώρεια, υπ-ώρεια. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

παρώρεια: ἡ (ὄρος), περιοχή στην πλαγιά βουνού, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

παρώρεια: ἡ, (ὄρος) μέρος χώρας παρὰ τὰ πλευρὰ ὄρους, Πολύβ. 2. 14, 6, Βαβρ. 19. 1, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 2. 34, 15· ἴδε ἐν λ. παρόρειος. Ὡς κύρ. ὄνομα Παρώρεια ἦτο ὄνομα πολλῶν τόπων μάλιστα δέ τινος ἐν Ἀρκαδίᾳ, οὗ οἱ κάτοικοι καλοῦνται Παρωρεᾶται παρ’ Ἡροδ. 4. 148, πρβλ. Στράβ. 346· ὡσαύτως τόπου τινὸς τῆς Ὀλβίας ἐν τῇ Ταυρικῇ χερσονήσῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 17.

Middle Liddell

παρ-ώρεια, ἡ, ὄρος
a district on the side of a mountain, Polyb.