παραθερμαίνω: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[heat]] to [[excess]]:—Pass., aor1 [[part]]. παραθερμανθείς, of a man [[become]] [[quarrelsome]] in his cups, Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 3 March 2024
English (LSJ)
warm, cheer, οἶνος π. τὴν ψυχήν Ath.5.185c:—Pass., to be heated, Arist.Pr.876b3: metaph., παραθερμανθείς, of a man, become quarrelsome in his cups, Aeschin.2.157; παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ LXX De.19.6.
German (Pape)
[Seite 478] daneben, an der Seite erwärmen; τὴν ψυχήν, vom Wein, Ath. V, 185 e; u. übertr., LXX.; παραθερμανθείς, Aesch. 2, 157.
French (Bailly abrégé)
échauffer à l'excès.
Étymologie: παρά, θερμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
παραθερμαίνω: разгорячать: παραθερμανθείς Aeschin. разгоряченный (вином).
Greek (Liddell-Scott)
παραθερμαίνω: θερμαίνω, φαιδρύνω, οἶνος π. τὴν ψυχὴν Ἀθήν. 185C· - Παθ., παραθερμανθείς, ἐπὶ ἀνθρώπου θερμανθέντος ὑπὲρ τὸ δέον, ἐξαφθέντος ἐκ τοῦ οἴνου, Αἰσχίν. 49. 18· φλέγομαι ἐξ ὀργῆς, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 2· τεθέρμανται τῇ καρδίᾳ Ἑβδ. (Δευτερ. ΙΘ΄, 6).
Greek Monolingual
ΝΑ παράθερμος
(νεο
ελλ.) θερμαίνω πάρα πολύ, παραζεσταίνω
αρχ.
1. φέρνω κάποιον σε διάθεση, σε κέφι, φαιδρύνω («οἶνος παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», Αθήν.)
2. (για πρόσ.) γίνομαι ευερέθιστος («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι τῶν τριχῶν», Αισχίν.).
Greek Monotonic
παραθερμαίνω: θερμαίνω υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ παραθερμανθείς, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το κρασί, σε Αισχίν.
Middle Liddell
to heat to excess:—Pass., aor1 part. παραθερμανθείς, of a man become quarrelsome in his cups, Aeschin.