δυσμαχέω: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />soutenir une lutte impie <i>ou</i> désespérée.<br />'''Étymologie:''' [[δύσμαχος]].
|btext=[[δυσμαχῶ]] :<br />soutenir une lutte impie <i>ou</i> désespérée.<br />'''Étymologie:''' [[δύσμαχος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 18:34, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμᾰχέω Medium diacritics: δυσμαχέω Low diacritics: δυσμαχέω Capitals: ΔΥΣΜΑΧΕΩ
Transliteration A: dysmachéō Transliteration B: dysmacheō Transliteration C: dysmacheo Beta Code: dusmaxe/w

English (LSJ)

fight in vain against or fight an unholy fight with, θεοῖσι δυσμαχοῦντες S.Tr.492; πρὸς τὴν βελτίονα [δύναμιν] Plu.2.371a: abs., fight desperately, ib.661c.

Spanish (DGE)

(δυσμᾰχέω) 1 luchar en vano c. dat. θεοῖσι ref. a Eros, S.Tr.492, cf. Plu.2.1015a, c. πρός y ac. (τὴν φαύλην δύναμιν) πρὸς τὴν βελτίονα ἀεὶ δυσμαχοῦσαν Plu.2.371a, cf. 442b.
2 luchar sin cuartel abs. y fig. ποιότητες ὑπεναντιώσεις ἔχουσαι καὶ δυσμαχοῦσαι φθείρονται Plu.2.661c.

German (Pape)

[Seite 683] 1) unglücklich od. gottlos widerstreiten, θεοῖς Soph. Tr. 492. – 2) heftig gegenkämpfen; ἀνάγκῃ οὐχὶ δυσμαχητέον Soph. Ant. 1093; Plut. Sympos. 4, 1, 2.

French (Bailly abrégé)

δυσμαχῶ :
soutenir une lutte impie ou désespérée.
Étymologie: δύσμαχος.

Russian (Dvoretsky)

δυσμᾰχέω: бороться себе на погибель вести неравную или отчаянную борьбу (θεοῖσι Soph.; πρὸς τὸ βέλτιστον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσμᾰχέω: μάχομαι ματαίως ἐναντίον ἑνός, ἢ μάχομαι ἀνίερον μάχην, πρός τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς πρός τινα, ἀνάγκῃ δ’ οὐχί δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. μάχομαι ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α.

Greek Monotonic

δυσμᾰχέω: μέλ. -ήσω, αντιπαλεύω μάταια ενάντια σε, διεξάγω ανίερο αγώνα με, τινί, σε Σοφ.· ομοίως το ρημ. επίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει να καταπολεμήσουμε πάση θυσία, στον ίδ.

Middle Liddell

δυσμᾰχέω, fut. -ήσω
to fight in vain against, or, to fight an unholy fight with, τινί Soph.