περικρεμάννυμι: Difference between revisions
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[hang]] [[round]], τί τινι Anth.:—Pass. to [[hang]] [[round]], to cling to, c. dat., Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 3 March 2024
English (LSJ)
hang round, τινί τι AP11.66 (Antiphil.), Nonn. D.26.254:—Pass., hang round, cling to, cj. in Plu.2.924b (v. περικεράννυμι): c. dat., μητρί AP9.78 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 581] (s. κρεμάννυμι), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.
French (Bailly abrégé)
suspendre autour de ou à, τινι.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
περικρεμάννῡμι: привешивать кругом: βοστρύχια κροτάφοις περικρεμάσαι Anth. украсить себя (фальшивыми) локонами.
Greek (Liddell-Scott)
περικρεμάννῡμι: κρεμῶ πέριξ, τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι πέριξ, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78.
Greek Monolingual
ΜΑ
κρεμώ κάτι ολόγυρα
αρχ.
μέσ. περικρεμάννυμαι
κρεμιέμαι γύρω από κάτι, δηλαδή προσκολλώμαι σε κάτι.
Greek Monotonic
περικρεμάννῡμι: κρεμώ ολόγυρα, τί τινι, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι ολόγυρα, κρέμωμαι από παντού, προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.
Middle Liddell
to hang round, τί τινι Anth.:—Pass. to hang round, to cling to, c. dat., Anth.