ῥυμοτομία: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rymotomia | |Transliteration C=rymotomia | ||
|Beta Code=r(umotomi/a | |Beta Code=r(umotomi/a | ||
|Definition=ἡ, [[division]] of a town or camp [[by streets]], Plb.6.31.10, D.S.17.52, Str.14.1.37. | |Definition=ἡ, [[division]] of a town or camp [[by streets]], Plb.6.31.10, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.52, Str.14.1.37. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 08:05, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ, division of a town or camp by streets, Plb.6.31.10, D.S.17.52, Str.14.1.37.
German (Pape)
[Seite 851] ἡ, Eintheilung der Stadt in Straßen, Viertel, Pol. 6, 31, 10.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡμοτομία: ἡ разделение на улицы или кварталы, планировка (города или лагеря) Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡμοτομία: ἡ, ἡ διαίρεσις πόλεως εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, Πολύβ. 6. 31, 10, Διόδ. 17. 52, Στράβ. 646· ἐν τῷ πληθ., ὁδοὶ ἢ συνοικίαι, Ἄννα Κομν. 2. 6.
Greek Monolingual
η / ῥυμοτομία, ΝΜΑ ῥυμοτομῶ
η διαίρεση μιας πόλης σε ρύμες, σε δρόμους, η χάραξη και διάνοιξη οδών
νεοελλ.
κλάδος της πολεοδομίας που έχει ως αντικείμενο τη διαρρύθμιση του χώρου μέσα στον οποίο πρόκειται να δημιουργηθεί ένας οικισμός και περιλαμβάνει τη χάραξη οδών και πλατειών, τη δημιουργία πάρκων και άλλων έργων, σύμφωνα με τους επιστημονικούς κανόνες, τις εκάστοτε ισχύουσες αισθητικές αντιλήψεις και, κυρίως, τις πρακτικές ανάγκες που πρόκειται να εξυπηρετηθούν
μσν.
στον πληθ. αἱ ῥιμοτομίαι
οι συνοικίες.