μυοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myothiras | |Transliteration C=myothiras | ||
|Beta Code=muoqh/ras | |Beta Code=muoqh/ras | ||
|Definition=-ου, ὁ, [[mouse-catching snake]], Arist. ''HA''612b3, Sch.Nic.''Th.''490. | |Definition=-ου, ὁ, [[mouse-catching snake]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''612b3, Sch.Nic.''Th.''490. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:50, 24 November 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, mouse-catching snake, Arist.HA612b3, Sch.Nic.Th.490.
German (Pape)
[Seite 218] ὁ, Mäusefänger, Arist. H. A. 9, 6.
Russian (Dvoretsky)
μυοθήρᾱς: ου ὁ мышелов Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μυοθήρας: -ου, ὁ, ὁ συλλαμβάνων μῦς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 9.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῖς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.)
νεοελλ.
φρ. «μυοθήρας κύων»
ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά
αρχ.
η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός, «ποντικός» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας.