ῥυσίς: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br />[[είδος]] ποτηριού, [[ῥυτόν]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. [[αντί]] του ορθού [[χρυσίς]] «[[χρυσή]] [[κούπα]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥύσις]]), -εως, και ιων. τ. γεν.-ιος, και δωρ.τ. [[ῥύτις]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>ῥύση</i>.<br /><b>(II)</b><br />([[ῥῦσις]]), -ύσεως, ἡ, Α<br />[[σωτηρία]], [[απελευθέρωση]], [[απαλλαγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> [[θύσις]], [[λύσις]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥύσις]]), -εως, και ιων. τ. γεν.-ιος, και δωρ.τ. [[ῥύτις]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>ῥύση</i>.<br /><b>(II)</b><br />([[ῥῦσις]]), -ύσεως, ἡ, Α<br />[[σωτηρία]], [[απελευθέρωση]], [[απαλλαγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> [[θύσις]], [[λύσις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:21, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = ῥυτόν, v.l. for χρυσίς in Cratin.124.
German (Pape)
[Seite 853] ἡ, = ῥυτόν, φιάλη χρυσῆ, erkl. Ath. XI, 496 e mit einem Beispiel aus Cratin., ῥυσίδι σπένδων, wofür Piers. zu Moeris p. 462 unnöthig χρυσίς schreiben will.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠσίς: -ίδος, ἡ, = ῥῠτόν, εἶδος ποτηρίου, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 7· ἀλλ’ ὁ Piers. (Μοῖρ. 412) ἀνέγνω χρυσίδι, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
είδος ποτηριού, ῥυτόν (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. αντί του ορθού χρυσίς «χρυσή κούπα»].
Greek Monolingual
(I)
(ῥύσις), -εως, και ιων. τ. γεν.-ιος, και δωρ.τ. ῥύτις, ἡ, Α
βλ. ῥύση.
(II)
(ῥῦσις), -ύσεως, ἡ, Α
σωτηρία, απελευθέρωση, απαλλαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + κατάλ. -σις (πρβλ. θύσις, λύσις)].