Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πελός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(a)
 
m (1 revision imported)
 
(10 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πελός]], or [[πελλός]], ή, όν<br />Lat. [[pullus]], [[dark-coloured]], [[dusky]], [[ash-coloured]], Theocr.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de couleur sombre]], [[noirâtre]], [[noir]].<br />'''Étymologie:''' R. Πελ, être sombre ; cf. [[πολιός]], <i>lat.</i> [[palleo]], [[pullus]].
}}
{{elru
|elrutext='''πελός:''' и [[πελλός]] 3 [[темно-серый]], [[темно-бурый]], [[темный]] ([[μηκάς]] Soph.; [[ὄϊς]] Theocr.; [[ἐρωδιός]] Arst. - v. l. [[πέλλος]]).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] s. [[πελιός]], [[πελλός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] s. [[πελιός]], [[πελλός]].
}}
{{ls
|lstext='''πελὸς''': ἢ [[πελλός]], ή, όν, [[φαιός]], [[φαιόχρους]], [[μολυβδόχρους]], πελὴ μηκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 122, [[ἔνθα]] ἴδε Dind. (ed. 2)· πελλὴ ὄϊς Θεόκρ. 5. 99· πελλὸς ἐρῳδιὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23 π. σποδὸς Φοίνικος Ἀποσπ. 2. 23 Meineke. (Πρβλ. [[πελιός]], [[πελιδνός]], [[πολιός]], [[Πέλοψ]], [[Πελίας]], καὶ [[ἴσως]] [[Πελασγός]]· Σανσκρ. palitas (cinus)· Λατ. [[palleo]], [[pullus]]· Ἀρχ. Γερμ. fal-o). ― Καθ’ Ἡσύχ.: πελλόν· φαιὸν [[χρῶμα]], ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ».
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελός:''' ή [[πελλός]], -ή, -όν, Λατ. [[pullus]], [[σκουρόχρωμος]], σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[πελλός]].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βλ.</b> [[πελελός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 8 October 2024

Middle Liddell

πελός, or πελλός, ή, όν
Lat. pullus, dark-coloured, dusky, ash-coloured, Theocr.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.

Russian (Dvoretsky)

πελός: и πελλός 3 темно-серый, темно-бурый, темный (μηκάς Soph.; ὄϊς Theocr.; ἐρωδιός Arst. - v. l. πέλλος).

German (Pape)

[Seite 551] s. πελιός, πελλός.

Greek (Liddell-Scott)

πελὸς: ἢ πελλός, ή, όν, φαιός, φαιόχρους, μολυβδόχρους, πελὴ μηκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 122, ἔνθα ἴδε Dind. (ed. 2)· πελλὴ ὄϊς Θεόκρ. 5. 99· πελλὸς ἐρῳδιὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23 π. σποδὸς Φοίνικος Ἀποσπ. 2. 23 Meineke. (Πρβλ. πελιός, πελιδνός, πολιός, Πέλοψ, Πελίας, καὶ ἴσως Πελασγός· Σανσκρ. palitas (cinus)· Λατ. palleo, pullus· Ἀρχ. Γερμ. fal-o). ― Καθ’ Ἡσύχ.: πελλόν· φαιὸν χρῶμα, ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ».

Greek Monotonic

πελός: ή πελλός, -ή, -όν, Λατ. pullus, σκουρόχρωμος, σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. πελλός.
(II)
ο
βλ. πελελός.