ὀρειφοίτης: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
(b)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreifoitis
|Transliteration C=oreifoitis
|Beta Code=o)reifoi/ths
|Beta Code=o)reifoi/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mountain-roaming</b>, <span class="bibl">Phanocl.3</span> :—so ὀρείφοιτοι <b class="b3">ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία</b>, <span class="bibl">Babr.91.2</span>,<span class="bibl">95.25</span> ; ὀρείφοιτοι Βάκχαι <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>30</span>.</span>
|Definition=ὀρειφοίτου, ὁ, [[mountain-roaming]], Phanocl.3:—so ὀρείφοιτοι <b class="b3">ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία</b>, Babr.91.2,95.25; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.''ND''30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] ὁ, = [[Gebirge durchschweifend]], Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui parcourt les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρειφοίτης:''' [[странствующий по горам]] (эпитет Вакха) Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρειφοίτης''': -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, [[ὀρειβάτης]], Φανοκλ. 3· - [[οὕτως]], ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - [[Κατὰ]] τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ [[ὄρος]] «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ [[ἰῶτα]]: [[ὄρος]], [[ὀροφοίτης]], ὀρεφοίτης, καὶ [[ὀρειφοίτης]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρειφοίτης]] και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («[[ὀρειφοίτης]] [[Διόνυσος]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀροι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), [[πρβλ]]. [[ουρανοφοίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειφοίτης Medium diacritics: ὀρειφοίτης Low diacritics: ορειφοίτης Capitals: ΟΡΕΙΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: oreiphoítēs Transliteration B: oreiphoitēs Transliteration C: oreifoitis Beta Code: o)reifoi/ths

English (LSJ)

ὀρειφοίτου, ὁ, mountain-roaming, Phanocl.3:—so ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία, Babr.91.2,95.25; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, = Gebirge durchschweifend, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui parcourt les montagnes.
Étymologie: ὄρος, φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειφοίτης: странствующий по горам (эпитет Вакха) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειφοίτης: -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, ὀρειβάτης, Φανοκλ. 3· - οὕτως, ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ ὄρος «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ ἰῶτα: ὄρος, ὀροφοίτης, ὀρεφοίτης, καὶ ὀρειφοίτης».

Greek Monolingual

ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ουρανοφοίτης.