ἑρπυσμός: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erpysmos
|Transliteration C=erpysmos
|Beta Code=e(rpusmo/s
|Beta Code=e(rpusmo/s
|Definition=ὁ,=foreg., Suid. ; also,=<b class="b3">ἡ φωνὴ τῶν χοίρων</b>, Hsch.
|Definition=ὁ, = [[ἕρπυσις]], Suid.; also, = ἡ φωνὴ τῶν χοίρων, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. [[ἑρπησμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. [[ἑρπησμός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἑρπυσμός]]) [[ερπύζω]]<br />το να προχωρεί [[κάποιος]] έρποντας, σέρνοντας την [[κοιλιά]] στο [[έδαφος]] (α. «ο [[ερπυσμός]] τών βρεφών»<br />«ο [[ερπυσμός]] τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά [[πυρά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[επιμήκυνση]] που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων».
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπυσμός Medium diacritics: ἑρπυσμός Low diacritics: ερπυσμός Capitals: ΕΡΠΥΣΜΟΣ
Transliteration A: herpysmós Transliteration B: herpysmos Transliteration C: erpysmos Beta Code: e(rpusmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἕρπυσις, Suid.; also, = ἡ φωνὴ τῶν χοίρων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. ἑρπησμός.

Greek Monolingual

ο (Α ἑρπυσμός) ερπύζω
το να προχωρεί κάποιος έρποντας, σέρνοντας την κοιλιά στο έδαφος (α. «ο ερπυσμός τών βρεφών»
«ο ερπυσμός τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά πυρά»)
νεοελλ.
η επιμήκυνση που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας
αρχ.
κατά τον Ησύχ. «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων».