φαλαρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[φαληρίς]], -[[ίδος]], ἡ Α<br /><b>βλ.</b> [[φαλαρίδα]].
|mltxt=και ιων. τ. [[φαληρίς]], -ίδος, ἡ Α<br /><b>βλ.</b> [[φαλαρίδα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φᾰλᾱρίς:''' -[[ίδος]], Ιων. [[φαληρίς]], ἡ (φαλᾱρός), [[φαλαρίδα]], πουλί που ζει κοντά σε λίμνες· ονομάζεται έτσι από το [[λευκό]] φαλακρό [[κεφάλι]] του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φᾰλᾱρίς:''' -ίδος, Ιων. [[φαληρίς]], ἡ (φαλᾱρός), [[φαλαρίδα]], πουλί που ζει κοντά σε λίμνες· ονομάζεται έτσι από το [[λευκό]] φαλακρό [[κεφάλι]] του, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φᾰλᾱρίς, ίδος, ἡ, [φαλᾱρός]<br />the [[coot]], so called from its [[bald]] [[white]] [[head]], Ar.
|mdlsjtxt=φᾰλᾱρίς, ίδος, ἡ, [φαλᾱρός]<br />the [[coot]], so called from its [[bald]] [[white]] [[head]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλᾱρίς Medium diacritics: φαλαρίς Low diacritics: φαλαρίς Capitals: ΦΑΛΑΡΙΣ
Transliteration A: phalarís Transliteration B: phalaris Transliteration C: falaris Beta Code: falari/s

English (LSJ)

Ion. φαληρίς, ίδος, ἡ:—
A coot, Fulica atra, so called from its bald white head, Ar.Ach.875, Av.565 (anap., in Ion. form), Arist.HA593b16 (v.l. φαληρίς), Fr.350, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e; φαληρίδες ταριχηραί Cleomenesap.eund.9.393c.
II canary grass, Phalaris nodosa, Dsc.3.142 (both forms in codd.); phaleri (sic), Plin. HN27.126.

German (Pape)

[Seite 1253] ίδος, ἡ, ion. φαληρίς, das Wasserhuhn, nach seiner kahlen, weißen Platte benannt; Ar. Av. 565 (in der ion. Form) Ach. 854; Eubul. bei Ath. III, 108 b. Nach Buttmann Lexil. II p. 248 war der Vogel schwarz, mit weißer Blesse auf dem Kopfe, wie das Bleßhuhn. – Bei Plin. H. N. 27, 12 eine Grasart, deren Aehre vielleicht an den Helmbusch erinnerte.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
poule d'eau, oiseau.
Étymologie: φαλαρός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλᾱρίς: ион. φᾰληρίς, ίδος ἡ птица лысуха (Fulica) Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλᾱρίς: Ἰωνικ. φαληρίς, ίδος, ἡ· (φαλᾱρός)· ― πτηνὸν λιμναῖον, κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς φαλακρᾶς λευκῆς κεφαλῆς του, «φαλαρίδα», Λατιν. phalāris, phalēris, Ἀριστοφ. Ἀχ. 875, Ὄρν. 565 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· ― κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. φάλος 10, ἔν τισι τόποις τῆς Γερμανίας τὸ πτηνὸν τοῦτο καλεῖται Blesshuhn, ὡς ἐκ τοῦ λευκοῦ μέρους (Bletz) τοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ. ΙΙ. εἶδος χόρτου, Phal. canariensis, Διοσκ. 3. 159, Πλίν. 27. 102.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φαληρίς, -ίδος, ἡ Α
βλ. φαλαρίδα.

Greek Monotonic

φᾰλᾱρίς: -ίδος, Ιων. φαληρίς, ἡ (φαλᾱρός), φαλαρίδα, πουλί που ζει κοντά σε λίμνες· ονομάζεται έτσι από το λευκό φαλακρό κεφάλι του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φᾰλᾱρίς, ίδος, ἡ, [φαλᾱρός]
the coot, so called from its bald white head, Ar.