πολύχειρ: Difference between revisions
Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polycheir | |Transliteration C=polycheir | ||
|Beta Code=polu/xeir | |Beta Code=polu/xeir | ||
|Definition=χειρος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[with many hands]], [[many-handed]], Ἐρινύς S.''El.''488 (lyr.), Arist. ''Pol.''1281b6.<br><span class="bld">II</span> [[with a large band of soldiers]], A.''Pers.''83 (lyr.); π. δύναμις Heraclit.''All.''25. | |Definition=χειρος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[with many hands]], [[many-handed]], Ἐρινύς S.''El.''488 (lyr.), Arist. ''Pol.''1281b6.<br><span class="bld">II</span> [[with a large band of soldiers]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''83 (lyr.); π. δύναμις Heraclit.''All.''25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:39, 17 February 2024
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A with many hands, many-handed, Ἐρινύς S.El.488 (lyr.), Arist. Pol.1281b6.
II with a large band of soldiers, A.Pers.83 (lyr.); π. δύναμις Heraclit.All.25.
German (Pape)
[Seite 676] ὁ, ἡ, vielhändig; Aesch. Pers. 83; καὶ πολύπους Ἐρινύς, Soph. El. 480.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
1 aux nombreuses mains;
2 pourvu d'une armée nombreuse.
Étymologie: πολύς, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύχειρ: χειρος adj.
1 многорукий (π. καὶ πολύπους Ἐρινύς Soph.; πολύπους καὶ π. Arst.);
2 располагающий большим войском (π. καὶ πολυναύτας, sc. Ξέρξης Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύ́χειρ -χειρος, ὁ, ἡ [πολύς, χείρ] met vele handen:; ὥσπερ ἕνα ἄνθρωπον τὸ πλῆθος... πολύχειρα zoals de massa een enkele mens wordt met vele handen Aristot. Pol. 1281b6; overdr. met veel soldaten:. ἄρχων... πολύχειρ een heerser met veel troepen Aeschl. Pers. 83.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς χεῖρας, Σοφ. Ἠλ. 488, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 2. ΙΙ. ὁ ἔχων μέγα σῶμα στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά χέρια, πολύχειρος
αρχ.
αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατιωτών («πολύχειρ δύναμις», Ηράκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. εκατόγχειρ].
Greek Monotonic
πολύχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ,·
1. αυτός που έχει πολλά χέρια, σε Σοφ.
2. αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο σώμα στρατιωτών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πολύ-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,
1. with many hands, many handed, Soph.
2. with many men, Aesch.