ἔκκλισις: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διάστρεμμα, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, [[ἐκ...) |
m (Text replacement - "διαναγκασμός, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία...) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 27: | Line 27: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[dislocation]]=== | |trtx====[[dislocation]]=== | ||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[ | Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 14 February 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A turning out of one's course, deflection, τῆς σελήνης Plu.2.929c (pl.).
2 tendency, Arist.Pr.863b24.
II dislocation, Hp.Art.62.
III avoidance, refusal, opp. αἵρεσις, Cleanth.Stoic.1.129(pl.); opp. ἐκλογή, Stoic.3.190; opp. ὄρεξις, Epict.Ench.2; τῶν ὀχληρῶν S.E.M.1.51; τῆς βλάβης Gal.13.124, cf. Plot.1.4.6, etc.
IV moral declension, ib.8.15.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1medic. dislocación ἢν μὴ πάνυ μεγάλη ἡ ἔκκλισις ᾖ Hp.Art.62.
2 desviación de la luna en latitud, Plu.2.929c, de los humores corporales, Hp.Hum.1.
3 inclinación, tendencia ἡ εἰς ἀλέαν ἔκκλισιν Arist.Pr.863b24.
II rechazo, repulsa op. αἵρεσις Cleanth.Stoic.1.129, op. ὄρεξις Epict.Ench.2, Plot.1.8.15, Simp.in Epict.39.10, 13, op. ἐκλογή c. gen. obj. ἔκκλισις τῶν τούτοις ἐναντίων Chrysipp.Stoic.3.190, ἔκκλισις τῶν ὀχληρῶν S.E.M.1.51, ἔκκλισις τῆς βλάβης Gal.13.124, cf. Plot.1.4.6.
German (Pape)
[Seite 763] ἡ, das Abweichen; τῆς σελήνης Plut. fac. orb. lun. 16 M.; das Vermeiden, Gegensatz ὄρεξις, Epict. enchir. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 déclinaison d'un astre;
2 action d'éviter.
Étymologie: ἐκκλίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκλῐσις: εως ἡ отклонение (σελήνης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκλισις: -εως, ἡ, τὸ παρεκλίνειν ἐκ τῆς τακτικῆς πορείας, λοξοδρομία, Πλούτ. 2. 929C. ΙΙ. ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang