γενειάς: Difference between revisions
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geneias | |Transliteration C=geneias | ||
|Beta Code=geneia/s | |Beta Code=geneia/s | ||
|Definition=γενειάδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[beard]], <b class="b3">κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ γένειον</b> (pl. for sg.) Od.16.176; δάσκιον γενειάδα [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''316, cf. S.''Tr.''13, Theoc.2.78; πρός γενειάδος… ἄντομαι E.''Supp.''277.<br><span class="bld">2</span> pl., [[cheeks]], E.''Ion''1460, ''Ph.'' 1381, ''IT''1366; of horses, χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον Q.S.4.548.<br><span class="bld">II</span> [[bandage for the chin]], Heliod. ap. Orib.48.20.9, Gal.18 (1).786. | |Definition=γενειάδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[beard]], <b class="b3">κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ γένειον</b> (pl. for sg.) Od.16.176; δάσκιον γενειάδα [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''316, cf. S.''Tr.''13, Theoc.2.78; πρός γενειάδος… ἄντομαι [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''277.<br><span class="bld">2</span> pl., [[cheeks]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1460, ''Ph.'' 1381, ''IT''1366; of horses, χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον Q.S.4.548.<br><span class="bld">II</span> [[bandage for the chin]], Heliod. ap. Orib.48.20.9, Gal.18 (1).786. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:28, 15 November 2024
English (LSJ)
γενειάδος, ἡ,
A beard, κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176; δάσκιον γενειάδα A.Pers.316, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78; πρός γενειάδος… ἄντομαι E.Supp.277.
2 pl., cheeks, E.Ion1460, Ph. 1381, IT1366; of horses, χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον Q.S.4.548.
II bandage for the chin, Heliod. ap. Orib.48.20.9, Gal.18 (1).786.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
I 1 barba κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον Od.16.176, μηδὲ κουρία γενειάδα Semon.44.2, δάσκιος γ. A.Pers.316, cf. S.Tr.13, A.R.1.474, Theoc.2.78.
2 mentón, barbilla πρός σε γενειάδος ... ἄντομαι E.Supp.277, en súplicas μή σου προσθίγω γενειάδος E.Hec.344, cf. Med.709, γενειάδος ... πατρὸς ἅψασθαι Call.Dian.26.
3 siempre plu. mejillas ὅθεν τὰ δεινὰ πλήγματ' ἦν γενειάδων = de donde venían los duros golpes sobre nuestra mejillas E.IT 1366, cf. Io 1460, Ph.1381, Orph.A.883
• de caballos quijadas χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον Q.S.4.548.
II medic. venda para el mentón Heliod. en Orib.48.20.9, Gal.18(1).786.
German (Pape)
[Seite 482] άδος, ἡ, 1) Bart, Hom. einmal, Odyss. 16, 176 κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, v.l. ἐθειράδες, Aristarch las γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἔθειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς θρίξ. ὅθεν Ἀριστοτέλης (leg. Ἀρίσταρχος) ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν »κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον«, οὐκ »ἐθειράδες«. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 121. – Aesch. Pers. 308; Eur. Suppl. 290. – 2) das Kinn, Aesch. frg. Glauc. 25; Eur. Phoen. 1390; von Pferden, Qu. Sm. 4, 548. – Auch = Wange, Eur. Hec. 344 I. T. 1366; Orph. Arg. 881. – Als adj. fem., das Kinn betreffend, Galen.; Poll. 1, 147.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 barbe;
2 joue.
Étymologie: γένειον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενειάς -άδος, ἡ γένειον
1. baard(haar).
2. plur. wangen.
Russian (Dvoretsky)
γενειάς: άδος ἡ
1 борода Hom.; pl. Aesch., Eur.;
2 щека Eur.;
3 подбородок, челюсть (κάπροι ἀφρῷ διάβροχοι γενειάδας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
γενειάς: -άδος, ἡ, (γένειον) γένειον, πώγων, κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ γένειον (πληθ. ἀντὶ ἑνικ.) Ὀδ. ΙΙ. 176· δάσκιον γενειάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, πρβλ. Σοφ. Τρ. 13· πρός σε τὴν γενειάδα… ἄντομαι Εὐρ. Ἱκέτ. 277· πρβλ. γένειον. 2) κατὰ πληθ., τὰ πλάγια τοῦ στόματος, γνάθοι, παρειαί, Εὐρ. Ἴωνι 1460, Φοιν. 1381, Ι. Τ. 1366. ΙΙ) δεσμὸς διὰ τὴν κάτω σιαγόνα, Γαλην. 12, 476, 480.
English (Autenrieth)
άδος (γένειον): pl., beard, Od. 16.176†.
Greek Monolingual
η (Α)
βλ. γενειάδα.
Greek Monotonic
γενειάς: -άδος, ἡ (γένειον),
1. γενειάδα, μούσι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
2. στον πληθ., οι παρειές του προσώπου, τα μάγουλα, σε Ευρ.
Middle Liddell
γένειον
1. a beard, Od., Trag.
2. in plural the sides of the face, cheeks, Eur.