βορβορυγμός: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[borborygme]], [[bruit des intestins]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. [[κορκορυγμός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[borborygme]], [[bruit des intestins]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. [[κορκορυγμός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βορβορυγμός]]) [[βορβορύζω]]<br />[[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]], που προέρχεται από τη [[μετατόπιση]] των αερίων, τα οποία [[είναι]] ανακατωμένα με το εντερικό [[περιεχόμενο]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βορβορυγμός]] -οῦ, ὁ [[βορβορύζω]] gerommel (in de buik). Hp.
|elnltext=[[βορβορυγμός]] -οῦ, ὁ [[βορβορύζω]] [[gerommel]] (in de buik). Hp.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βορβορυγμός]]) [[βορβορύζω]]<br />[[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]], που προέρχεται από τη [[μετατόπιση]] των αερίων, τα οποία [[είναι]] ανακατωμένα με το εντερικό [[περιεχόμενο]].
}}
}}

Latest revision as of 13:37, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβορυγμός Medium diacritics: βορβορυγμός Low diacritics: βορβορυγμός Capitals: ΒΟΡΒΟΡΥΓΜΟΣ
Transliteration A: borborygmós Transliteration B: borborygmos Transliteration C: vorvorygmos Beta Code: borborugmo/s

English (LSJ)

ὁ, intestinal rumbling, Hp.Prog.11; belching, Suid.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 gorgoteo, medic. borborigmo Hp.Prog.11, Epid.4.56, Coac.275, Gal.17(2).31, Luc.Lex.20, Cael.Aur.CP 3.20.194.
2 eructo πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν β. Iambl.Fr.51, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, das Knurren, Kullern im Bauche, Diosc.; Luc. Lexiph. 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
borborygme, bruit des intestins.
Étymologie: DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. κορκορυγμός.

Russian (Dvoretsky)

βορβορυγμός:урчание в животе Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορβορυγμός -οῦ, ὁ βορβορύζω gerommel (in de buik). Hp.

Greek Monolingual

ο (Α βορβορυγμός) βορβορύζω
γουργούρισμα στην κοιλιά, που προέρχεται από τη μετατόπιση των αερίων, τα οποία είναι ανακατωμένα με το εντερικό περιεχόμενο.