τρισύλλαβος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "Philops" to "Philops") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trisyllavos | |Transliteration C=trisyllavos | ||
|Beta Code=trisu/llabos | |Beta Code=trisu/llabos | ||
|Definition=τρισύλλαβον, [[trisyllabic]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''17, A.D.''Synt.''8.1, Heph.3.2, Luc.''Philops.''35. Adv. [[τρισυλλάβως]] A.D.''Pron.''78.23. | |Definition=τρισύλλαβον, [[trisyllabic]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''17, A.D.''Synt.''8.1, Heph.3.2, Luc.''Philops.''35. Adv. [[τρισυλλάβως]] = [[as a trisyllabic]] A.D.''Pron.''78.23. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐσύλλᾰβος:''' -ον ([[συλλαβή]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] συλλαβές, σε Λουκ. | |lsmtext='''τρῐσύλλᾰβος:''' -ον ([[συλλαβή]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] συλλαβές, σε Λουκ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 4 March 2024
English (LSJ)
τρισύλλαβον, trisyllabic, D.H.Comp.17, A.D.Synt.8.1, Heph.3.2, Luc.Philops.35. Adv. τρισυλλάβως = as a trisyllabic A.D.Pron.78.23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de trois syllabes, trisyllabique.
Étymologie: τρεῖς, συλλαβή.
German (Pape)
dreisilbig, Luc. Philops. 35.
Russian (Dvoretsky)
τρισύλλᾰβος: трехсложный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν συλλαβῶν συγκείμενος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17, Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπίρρ. -βως, Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 360. -Ὡσαύτως τρισυλλαβιαῖος, α, ον, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 3, σ. 225, 13.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.).
επίρρ...
τρισυλλάβως Α
με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πεντασύλλαβος].
Greek Monotonic
τρῐσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές, σε Λουκ.