ῥεγεύς: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[ῥηγεύς]] και [[ῥαγεύς]] και [[ῥεγεύς]] και [[ῥογεύς]], ῥηγέως, ὁ, Α<br />[[βαφέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ῥεγ-εύς</i> έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ῥεγ</i>- του [[ῥέζω]](ΙΙ) «[[βάφω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέγ</i>-<i>jω</i>) με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[παγεύς]]). Παράλληλα με τον τ. [[ῥεγεύς]], μαρτυρούνται και οι τ.: <i>ῥαγεύς</i> (<b>πρβλ.</b> και λ. [[χρυσοραγές]]), [[ῥηγεύς]] (<b>πρβλ.</b> λ. [[ῥῆγος]]) και [[ῥογεύς]] (με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-)]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Latest revision as of 13:02, 31 March 2024
English (LSJ)
ῥεγέως, ὁ, dyer, EM703.28 (vv.ll. ῥαγεῖς, ῥηγεῖς); also ῥεγιστής, οῦ, ὁ, Hsch.; cf. ῥογεύς.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ῥεγεύς: ὁ, ὁ βαφεύς, ῥεγεῖς ἔλεγον τοὺς βαφεῖς καὶ ῥέγος τὸ βάμμα Ἐτυμολ. Μέγ. 703. 28 (διάφ. γραφὴ ῥαγεῖς)· ῥεγιστής, οῦ, ὁ, «ῥεγισταί· οἱ βαφεῖς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ῥηγεύς και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, ῥηγέως, ὁ, Α
βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ-εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ- του ῥέζω(ΙΙ) «βάφω» (< ῥέγ-jω) με επίθημα -εύς (πρβλ. παγεύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ. χρυσοραγές), ῥηγεύς (πρβλ. λ. ῥῆγος) και ῥογεύς (με φωνηεντισμό -ο-)].
Translations
dyer
Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ, صَبَّاغَة; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: verver; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: teinturier, teinturière; Galician: tintureiro; German: Färber, Färberin; Ancient Greek: ἁλουργός, βαλαυστιουργός, βάπτρια, βαφεύς, βάφισσα, δευσοποιός, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: tinctor, infector; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: tintureiro; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: красильщик, красильщица; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: tintorero, tintorera; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd